United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες• 375 χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων• «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα, 'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια• και εις εκείνα χαιρόμουν ως ανέβαινατον κάταστρον αιθέρα, 380 και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη. και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν, 'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω».

ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη· πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο, μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνί σου οι Ώρες· αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους, που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν.

Έλα λοιπόν, ώ τρυφερό σάρωθρο, που απ' την όμορφη τη δάφν' είσαι κομμένο, που καθαρίζεις την θυμέλη των ναών, κ' είσαι απ' τον κήπο των θεών τον ιερό βγαλμένο, εκεί όπου αγνές δροσές μουσκεύουνε τη γη και πάντοτ' αναβλύζουν απ' την αστείρευτη πηγή, και της μυρτιάς το φύλλωμα το ιερό δροσίζουν.

«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10 αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα• κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα. 15 ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του 'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20

Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των.

Του Δία ήταν σημάδι αυτό. Πάντοτ' ο Ζευς φροντίζει για κάθε βασιλιά καλό· στον πιο καλόν απ' όλους, μόλις γεννιέται, ευθύς ο Ζευς τέτοια σημάδια δείχνει. Γι' αυτό και τον ακολουθεί του πλούτου η ευτυχία και βασιλεύει σε στεριά και θάλασσα μεγάλη.

Ο ξακουστός πατέρας του, ο Πτολεμαίος του Λάγου, δείχνονταν πάντοτ' άξιος έργα τρανά να κάνη, που μήτε να τα στοχασθούν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Εκείνος αξιώθηκεν αθάνατος να γίνη και στα παλάτια του Διός θρόνος χρυσός του εστήθη.

Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώραάνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο

Κ' έπειτα ως γυναίκα του Σπαθόγιαννου, του εξακουστού κλέφτη της Ρούμελης, από τα παράβολά του κατορθώματα, από τους τρομακτικούς κινδύνους του, από τας σφοδράς συγκινήσεις εις τας οποίας την υπέβαλον καθ' ημέραν τα πάντοτ' έκτακτα και πάντοτε μεγάλα επιχειρήματά του, είχε τραχύνει την ψυχήν της ώστε να μη δέχεται τίποτ' επάνω της, μέγα είτε μικρόν, όπως ο αιθέρας καλοτροχισμένου σπαθιού.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοίτο δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».