United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι ορμάει, κι' ο Πάρης έτρεχε μαζί του· και των διο τους μέσα τους γύρεβε η καρδιά να σφάξουν και να θύσουν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Μας κυνηγάνε, κόρες μου, και να μας σφάξουν θέλουν, γιατί με κατεδίκασεν η ψήφος της Πυθίας και τώρα θα με πιάσουνε. ΧΟΡΟΣ Ξέρω τη συμφορά σου, και ξέρω ακόμα, δύστυχη, ποια τύχη σε προσμένει. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, που να φύγω; Πρόφθασα με τόση δυσκολία να βγω από το σπίτι μου, μην τύχη και πεθάνω, και έφθασα εδώ κρυφά, φεύγοντας τους εχθρούς μου. ΧΟΡΟΣ Πειο άλλο καταφύγιο απ' το βωμό υπάρχει;

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν• αν δολεράτο σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες, και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, 80 προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας. και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω, προς μέ φαιδρόντο σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης».

Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισρα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ' όποιο μέρος σκοτωθή ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήση. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κ' είπε της γυναίκας του. — Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάξουν τα παλικάρια, θα πάρουν τις κοπέλλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί.

Και πιάνουν 465 να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, 470 του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.

στα νύχια κόκκινο χοντρό, που μέσα του είχε ακόμα 220 ζωή, μα τόρηξ' άξαφνα πριν φτάσει ως στη φωλιά του, μήτε να πάει κατόρθωσε στ' αητούδια ναν το δώκει· έτσι κι' εμείς, κι' αν σπάσουμε τειχί και καστροπόρτι με την ορμή μας κι' οι οχτροί κωλώσουν, μα με χάλια τον ίδιο δρόμο θάρθουμε οχ τα καράβια πίσω. 225 Κι' ίσως πολλούς αφίσουμε δικούς μας, που οι Αργίτες. τα πλοία διαφεντέβοντας, με το χαλκό θα σφάξουν.

Τι εγώ να δω θα πεταχτώ στον πύργο τους δικούς μου, 365 το μυριοχάιδεφτό μου γιο, την έρμα μου γυναίκα... Πιος ξέρει πίσω αν θα με δουν και πάλι να γυρίσω, ή θα με σφάξουν πια οι θεοί με των οχτρών τα χέριαΕίπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα.

Μπορούσα κι' άλλα να ειπώ, σου λέγω μόνον ότι συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα: Τον Δώγκαν έκλαυσ' ο Μάκβεθ. — Μάλιστα, — αφού είχε αποθάνει. Ο Βάγκος δε συνέπεσε να νυκτωθήτους δρόμους. Αν αγαπάς, τον φόνον τουτον Φληνς απόδωσέ τον, αφού εξέφυγεν ο Φληνς. — Ποιος δε να μη το λέγη ότ' ήσαν δύο τέρατα ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ, να σφάξουν τον πατέρα των! Αφορισμένη πράξις!

Λοιπόν ακόμη πρόσμενε· μη φύγης από τώρα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ας μη προφθάσω να σωθώ, ας μ' εύρουν, ας με σφάξουν! Αφού εσύ μου το ζητείς, εμένα δεν με μέλει! 'ματιά δεν είναι της Αυγής εκείνη η ασπρίλα· είν' αντανάκλασις αχνή, που χύνει της Σελήνης το μέτωπον και ούτ' αυτό κορυδαλός δεν είναι, οπού ‘ς τον θόλον τ’ ουρανού επάνω μας βουίζει. Εδώ να μείνω λαχταρώ να φύγω δεν το θέλω.