Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Και πιάνουν 465 να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, 470 του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.

Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέττες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε ν' αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά.

Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της.

Με χιλιάδες καΐκια περνούνε τη Μαύρη Θάλασσα και κατεβαίνουνε στη Μικρασία αρπώντας και ξολοθρεύοντας. Ως κι ο Βόσπορος βαρβάρους γέμισε τότες. Στάθηκαν όμως τυχερώτεροι αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι με το στρατηγό τους τον Αιμιλιανό, που χτύπησε τους βαρβάρους στη Μοισία και γλύτωσε τον τόπο από την πληγή. Τονέ γλύτωσε όμως για την ώρα μονάχα.

Βλέπανε συχνά να περνούνε κάτου από τα παράθυρα της έπαυλης καΐκια φορτωμένα εφέντηδες, πασάδες, κατήδες, που τους έστελνε ο σουλτάνος εξορία στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη στην Ερζερούμ· βλέπανε να έρχονται άλλοι κατήδες, άλλοι πασάδες, άλλοι εφέντηδες, που αντικαθιστούσανε τους εξωρισμένους και που τους εξορίζανε κι' αυτούς με τη σειρά τους· βλέπανε κεφάλια καθαρισμένα από τα αίματα, παραγεμισμένα με άχερα, που τα πηγαίνανε να τα παρουσιάσουνε στην Υψηλή Πύλη.

Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία. Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια.

Τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τάχω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου τώπα, να ησύχαζε κι' αυτός, κ' οι γονέοι του, κ' οι ξένοι ανθρώποι. Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μώλο. Γαβ-γαβ κι' από τα δύο, πότε τώνα σκυλί, πότε το άλλο.

Τα νερά έφτακαν ως το Νιοχώρι και τα καΐκια πάγαιναν ως το χάνι της Ασφάκας. 1879 . Η πείνα πήρε ποδάρι. Τ' αλεύρι πήγε γρόσια 4 ως 4 1/2 την οκά. 1880, 7 Γενναριού , πάγωσε η λίμνη. Και το χιόνι βάσταξε 15 μέρες καταγής. 1880, Φλεβαριού 27, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19.

Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν η δουλειές, κι' ο γέρο-Στάθης έγεινε μικρό-αρχιναυπηγόςεσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίαςτότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

κι έδειχνε ανάερο φάντασμα στο φάρο εκεί πλευρά του μύλου τα λευκά πανιά ασάλευτα απλωμένα. Όλα λευκά κι ασάλευτα· και μόνο τα φτερά των γλάρων στο νερό κοντά σάλευαν ξυπνημένα. Και μόνο δυο ναυτόπουλα στην αμμουδιά είχαν βγει απ τα καΐκια που άραζαν ριγμένα στο ακρογιάλι, και τα γυμνά τους τα κορμιά ξάπλωσαν στην αυγή και το καράβι κοίταζαν που είχε μακριά προβάλει

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν