United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με την τελευταίαν φράσιν επραΰνθη ολίγον η έξαψίς της και με ηρεμώτερον τρόπον εξηκολούθησεν: — Εμένα μαρέσει το Μανωλιό, σου τώπα κιάλλη φορά, και χαρά μου θα τώχα να τόνε κάμω γαμπρό.

Τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τάχω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου τώπα, να ησύχαζε κι' αυτός, κ' οι γονέοι του, κ' οι ξένοι ανθρώποι. Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μώλο. Γαβ-γαβ κι' από τα δύο, πότε τώνα σκυλί, πότε το άλλο.

Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπετάν-Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; — Τον κακό σου, Ζούμπουρα!

Τώπα δα και προτήτερα: Θρησκεία μούλων. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς! ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μακρυά από τ' αξιώματα, παντού διωγμένοι πτώματα! Μωρέ, τι περιμένεις να ιδής καλό 'πό τούτη τη θρησκεία; Αν και δεν βαριέσαι. . . τι χαλώ το σκότι μου. . . Ναι. . . όπως είπες και αρχήτερα, πως είμαι άνθρωπος με θέλησι γερή, εγώ και τώρα και προτήτερα σένα για ξεροκέφαλο σ' εγνώρισα.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.

Θα ξαναφέρω τη ζωή μου εκεί που παραστράτησε. Θα ξαναδέσω μια κλωστή που κόπηκε. Το τέλος της ζωής μου θέλω να το ξανακάνω ώμορφο, όπως ήταν η αρχή της. Σου τώπα πολλές φορές. Αυτό είναι τ' όνειρό μου. ΜΙΣΤΡΑΣΜε τα λόγια, μάτια μου, κάνει ανώγεια και κατώγεια κανένας. ΦΛΕΡΗΣΤα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα αυτή τη φορά. Η Βέρα θα γίνη γυναίκα μου. Η Δώρα θα βρη τη φυσική της μητέρα.

Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελλή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τάλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του τώπα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα πού ο τρόπος, και σαν πας, λέει, πού να πρωτογυρέψης!

ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι, ε; Λοιπόν, οργίζομαι, Πρίσκιλλα, να μου φάνε τα κρέατα οι σκύλοι, αν να 'δώ τον Καίσαρα γονατιστό στα πόδια μου δεν κατορθώσω. Τώπα και θα το κάνω. Να μη σώσω. Σκλάβες, θεράπαινες, δούλες! ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία! τι σκέπτεσαι να κάνης; ΕΥΝΙΚΗ. Αστεία θάρρεψες πως σου τάλεγα; Τραβήξου στη γωνιά! Ελάτ' εδώ! Τώρα θα δης! Α! τον φονηά! Λύστε τα μαλλιά σας. . .

Δόξα σοι ο Θεός, που τα καταλάβαμε, τέλος πάντων! είπεν ο ναύκληρος αποθέτων την χιλιάρικην με προσοχήν επί της τραπέζης, ακτινοβολούσαν εκεί ιριδόχροα ακτινοβολήματα, υπό το φως της εν μέσω του πρωραίου κρεμαμένης λυχνίας. — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; . . .

Υποπτευόμουν λίγο το κρυφό σχέδιο της μάνας μου και γιαυτό είπα: — Κύστερα πάλι θα γυρίσω στο χωριό τσι πρώτες του Σετέμπρη να πάω στη χώρα. Αι; — Ναι, γυιέ μου. Δε σου τώπα; Αποφασίστηκε να φύγω μετά τρεις μέρες.