United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο με το να μη δίδη ο νόμος να παίρνουν οι χριστιανοί πολλές γυναίκες μονομιάς, πάρε τη μια εδά, κύστερα από δέκα-δεκαπέντε μέρες την άλλη κ' ετσά σένα χρόνο μέσα θα τσι πάρης όλες. Ο γυός εσυβάστηκε κ' εστεφανώθηκε τη μια. Και σαν επεράσανε δεκαπέντε είκοσι μέρες πάει ο κύρης του και τόνε βρίσκει.

Γιατί; ρώτησε το Βαγγελιό, για να πω κείνο παποσιώπησα. Συνάμα έσκυψε λίγο και με κύταζε κατάματα με τα μεγάλα της μάτια πούλαμπαν από πυρετό. Της είπα. — Γιατί σαγαπώ κύστερα είντα θα γενώ; — Αγάπη μου! Μέσυρε στην ποδιά της, με κάθησε στα γόνατά της, σαν όταν ήμουν μικρό παιδί, και με καταφίλησε. Κιόπως αντίκρυζα το πρόσωπό της, έβλεπα ναντιφέγγη στα μάγουλά της η φωτιά που την έκαιε.

Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.

Καλά που δεν εκάθουντονε προς την όξω πόρτα, εψιθύρισεν εκ νέου η Σαϊτονικολίνα προς τον σύζυγόν της, αλλοιώς θάπαιρνε πάλι τα όρη κύστερα τρέχε να τόνε κυνηγάς. Ο Σαϊτονικολής μειδία με την απλότητα της γυναικός του. Μωρέ, δε φεύγει· δεν ήρθ' αυτός για να φύγη. Το πράμμα που τον είχε τραβήξει αυτή τη φορά στο χωριό ήτονε πολύ δυνατό, παντοδύναμο.

Να σκάσω εγώ από το θυμό κιαπό τη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Αν μπορούσα, θα τον σκότωνα· αλλά δε μπορούσα κέπρεπε να σκύψω στην τυραννική του υπεροχή, γιατ' ήτον μεγαλείτερος κ' ισχυρώτερος. Μια μέρα λέω στη μητέρα μου: — Γιάειντα, μα, δε μέκανες πλεια μεγάλο; Η μάνα μου γέλασε. — Όλοι, Γιώργη μου, γεννούνται μικιοί κύστερα μεγαλώνουνε.

Τον ξώρισαν στην Τρίπολη της Μπαρμπαριάς κεκεί τράβηξε μεγάλα βάσανα. Στον καιρό του Φωτιάδη, οι βουλευτές της Κρήτης τον ζήτησαν μαζή μάλλους εξόριστους. Γύρισε στην Κρήτη, αλλά πτώμα. Ήρθε φθισικός κύστερα από λίγον καιρό πέθανε. Τις τελευταίες τον ώρες έγραψε σένα φύλλο χαρτί τα εξής, σαν πατριωτική του διαθήκη: Σ τ ο ν τ ύ ρ α ν ν ο,

Υποπτευόμουν λίγο το κρυφό σχέδιο της μάνας μου και γιαυτό είπα: — Κύστερα πάλι θα γυρίσω στο χωριό τσι πρώτες του Σετέμπρη να πάω στη χώρα. Αι; — Ναι, γυιέ μου. Δε σου τώπα; Αποφασίστηκε να φύγω μετά τρεις μέρες.