Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.
Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος. — Ο Πετρώνιος; — Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.
Το δε μέτριον ημπορεί ο νομοθέτης να το μαντεύση όχι τόσον άσχημα. Λοιπόν ας υπάρχη ο εξής νόμος. Δηλαδή, διά μεν το ανώτατον τίμημα τα έξοδα της κηδείας ας μην είναι ανώτερα των πέντε μνων, διά δε το δεύτερον τρεις μναι, διά δε το τρίτον δύο, και μία μνα διά το τέταρτον είναι σωστόν έξοδον.
Η φωνή του είχε γίνει βαρεία και υπόβραχνος, ως η φωνή των πετειναρίων, τα οποία αρχίζουν να κοκκορεύωνται. Αλλ' αφού παρήλθεν η πρώτη χαρά και συνήθισεν εις την ανακάλυψιν, ήρχισε να χάνη την μέχρι τούδε γαλήνην του βίου του. Μία αόριστος ανησυχία τον κατελάμβανεν, ως να του έλειπε κάτι τι, το οποίον δεν εγνώριζε και το οποίον δεν ηδύνατο να μαντεύση.
Θελήσας δε να πη και αυτός κάτι τι, απηύθυνε μίαν ανόητον ερώτησιν: — Και τουλόγουσου καλιά 'χεις στο χωριό; Αλλ' η Πηγή τώρα επρόσεχεν εις τους προπορευομένους γονείς των, προσπαθούσα να βεβαιωθή αν ορθώς είχε μαντεύση το αντικείμενον της ομιλίας των. Ο Σαϊτονικολής εφαίνετο φαιδρός, ο δε Θωμάς ολιγώτερον του συνήθους σκυθρωπός.
Κατά το γεύμα ήλθε να λάβη την πρώτην παρά την πλευράν της συνήθη θέσιν του, έτι μάλλον ταπεινός και ζαρωμένος, αλλά και πάλιν έμεινε ψυχρά τρώγουσα με μεγάλην όρεξιν τα πίτυρα και το σιτάρι και υποκρινομένη ότι δεν εννοεί την όρεξιν συμφιλιώσεως του μετανοούντος. Πάντα ταύτα όμως ήσαν κωμωδία, της οποίας εύκολον ήτο να μαντεύση τις την ευτυχή λύσιν.
Πώς όμως να υποθέση πράγμα τα οποίον δεν ηδύνατο καν να φαντασθή; Αλλ' ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας και η χήρα έτρεμε μήπως ο Μανώλης μαντεύση εκείνο το οποίον έκρυπτεν εις την καρδίαν της. Μεταξύ δε των δύο αντιθέτων ροπών έπασχεν η ταλαίπωρος όσον δεν είχεν υποφέρη ποτέ κατά την μακράν της χηρείαν.
Ήτο δε και ο μόνος όστις κατώρθωσε να μαντεύση πού έκειτο η σωτηρία. Πάντες οι σύγχρονοι αυτού ήσαν υπέρ των άκρων. Οι μεν ήθελον την εσχάτην κατά της Ρώμης αντίστασιν και την απεγνωσμένην υποδούλωσιν εις τους Αγαρηνούς.
Όσον άπειρος των πραγμάτων του κόσμου και αν ήτο ο Μάχτος, τω εφαίνετο, ότι τα πράγματα άτινα έβλεπε και ήκουε δεν ήσαν συνήθη, και μυστήριόν τι εκρύπτετο όπισθεν του προσωπείου, όπερ εφόρει ο ξένος. Ο Μάχτος εβασάνιζεν επί πολλήν ώραν την κεφαλήν του και την φαντασίαν του, προσπαθών να διίδη τι εν μέσω του σκότους, του εκτεινομένου προ των οφθαλμών αυτού. Εις μάτην. Ουδέν κατώρθου να μαντεύση.
Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της Θασίτσας τόσα κεφάλαια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν