United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας που μας δείχνει σαν καθρέφτης το τι της έλειπε τότες της Ελλάδας, και τι της απόμνησκε ακόμα από τη λαμπρή της την αρχαιότητα. Ο άντρας αυτός είναι ο Ηρώδης ο Αττικός. Με τι τρόπο βρήκε τους αμέτρητους θησαυρούς του ο πατέρας του ο Ιούλιος είναι κοινό παραμύθι.

Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.

Και με το νάβαζαν τις καλλίτερες στ' αψηλά, το σφάνταγμά τους από μακριά είταν πάντα λαμπρό. Τη χρωματική ποικιλία την έβλεπες μονάχα απάνω στην καθαυτό ζουγραφιά. Το έδαφος της ζουγραφιάς, είταν πάντα χρυσωμένο ή βαθύ γαλάζιο. Έλειπε ως τόσο από τα ψηφιδωτά εκείνα, καθώς κι από τις κοινές εκκλησιαστικές ζουγραφιές, το λεύτερο το κίνημα, η πεταχτάδα, η αλλαγή.

Μιλούσε κάποτε σε κείνη με τρόπο βαρύ και προσταχτικό. Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι. Εκείνη δε θύμωνε· τον είχε συνηθίση πια Δε θύμωνε μα τούμπαινε πολλές φορές και στη μύτη. Μάλιστα ένα πρωί που ο Αριστόδημος έλειπε από το σπίτι, σοφίστηκε να τον σκυλιάση στα γερά.

Σάματις έλειπε και στο δέκατο πέμτο! Όσο για την παλιά τη θρησκεία, αυτή όσο πήγαινε έφευγε από τις Πολιτείες και τρυπωνότανε στα χωριά και στην εξοχή. Στην καθαυτό Ελλάδα φυσικά δεν έλειπαν ακόμα οι Εθνικοί, κι ας είχαμε επισκοπικούς θρόνους σε κάθε της πόλη.

Και παντρεμμένος, έρωτα, για σε ας λαχταρώ . . . ω! αν μας έλειπε κι' αυτός ο γυιός της Αφροδίτης, και πάντοτε και μάλιστα σε τούτο τον καιρό, που πρέπει το ελάχιστον να ήσαι τραπεζίτης, γυναίκα δεν θα έβλεπαν 'στο μάτι των ποτέ οι αμελείς φιλόσοφοι καθώς κι' οι ποιηταί.

Εταράχθη ολίγον. Πλην ίνα μη αποφανή, λέγει προς τον παριστάμενον πάνοπλον κλητήρα. — Τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη! Ο κλητήρ παρατηρήσας πάραυτα το ωραίον καρυοφύλλιόν του είδεν ότι έλειπε πάλιν η τσακμακόπετρα. Πλην ετοίμως εξάγει αυτήν εκ του θυλακίου και την τοποθετεί καταλλήλως, περισφίγγων αυτήν. — Πάλι ς' τη τσέπη; παρετήρησεν ο δήμαρχος. Έτσι θα κάμωμε το ρωμαίικο;

Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος.

Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής. — Και τα φορέματά τους; — Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι. Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του.

Και όμως ο Νίκος ήτο εδώ πάντοτε, υπό τα βλέμματά των, ενώ ο αδελφός του έλειπε σπουδάζων εις τα ξένα. Δεν ήτο φυσικόν αυτόν, τον οποίον παιδιόθεν εγνώριζε, του οποίου ησθάνετο την μυστικήν λατρείαν, αυτόν ν' ανταγαπά και η Ελένη; Αλλ' οι γέροντες δεν τα βλέπουν αυτά, δεν τα καταλαμβάνουν!