United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον λόγον έλαβε πρώτος ο Διονυσόδωρος, ο μεγαλύτερος από τους δύο αδελφούς, και όλοι προσηλώσαμεν επάνω του τα βλέμματά μας με την ιδέαν ότι θα ηκούαμεν αμέσως λόγους θαυμαστούς από το στόμα του· και δεν εβγήκαμεν πραγματικώς γελασμένοι· διότι, είναι η αλήθεια, μας είπε, Κρίτων, πράγματα θαυμάσια, που αξίζει να τα ακούσης και συ· τόσον ήσαν κατάλληλα να παρακινήσουν τον άνθρωπον εις την καλλιέργειαν της αρετής.

Προς στιγμήν απεφάσισεν ο Κ. Πλατέας να υπάγη προς ανεύρεσίν του. Αλλά πού; Έπειτα, υπεσχέθη εκείνος ότι θα έλθη, η δε Φλουρού διετάχθη να προετοιμάση αναλόγως το δείπνον. Αδύνατον να μη έλθη! — Αλλά πώς δεν έρχεται; — Εικοσάκις ανήλθε και κατήλθε τα Βαπόρια, στρέφων αενάως τα βλέμματα προς την διεύθυνσιν της οικίας του, αλλ' ούτε ο Λιάκος εφαίνετο ούτε η σκιά του.

Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μυρέων, άγριος και απειλητικός, εμφανισθείς εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.

Έμενον δε νυν αντικρύ των, προκλητικά ρίπτοντες επ' αυτούς βλέμματα, και οι δύο ουραγοί του Μανώλη, απώτερον ιστάμενοι και δυσκολευόμενοι να εννοήσωσι την στρατηγικήν του αρχηγού των. Μόλις είχεν αναβή ο Μανώλης εις του Σπληνογιάννη, και παράθυρόν τι ελαφρώς τρίξαν υπανεώχθη αντικρύ. Εις το άνοιγμα του παραθύρου εξήλθεν η Τσιρογεώργαινα και έτεινεν άπληστον το ους.

Η τριχίνη μου εσθής επεσκίασε και της μετάξης και των αδαμάντων και των εψιμμυθιωμένων παρειών και των γυμνών ώμων την λάμψιν· μεταξύ δε του γονυπετούς εκείνου πλήθους διέκρινα τον δεκαοκταετή Ροβέρτον, όστις ανύψου προς εμέ κάθυγρα βλέμματα και ηνωμένας χείρας, απλήστως αναζητών το πρόσωπόν μου υπό την καλύπτραν.

Η βασιλοπούλα με τες σκλάβες της εκατάλαβαν τα βλέμματά μου και επάσχισαν δίδοντάς μου αιτίες να με κάμουν πλέον τολμηρώτερον.

Το Ενγάδ εις το μέσον διέγραφε μαύρην γραμμήν, το Χεβρών εις το βάθος ελάμβανε σχήμα απειρομεγέθους θόλου στρογγυλού, το Εσκώλ είχε ροιάς, και το Σωρέκ αμπελώνας. Παρέκει εξηπλούτο το Καρμήλιον με τους καταπρασίνους του εκ συσσάμου αγρούς, ο δε πύργος «Αντωνία» ως κύβος πελώριος εδέσποζε της Ιερουσαλήμ. Ο Τετράρχης έστρεψε τα βλέμματά του δεξιά, θεώμενος τους φοίνικας της Ιεριχούς.

Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή. Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κ' έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος. — Τώρα; είπεν ο Μπάρμπα Γιώργης ο Απίκραντος.

Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν: — Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.