United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί διηγείται ο Κρίτων ο γηραιός φίλος του Σωκράτους προς αυτόν, ότι απερχόμενος εκ του Λυκείου, όπου οι δύο σοφισταί ή μάλλον εριστικοί Ευθύδημος και Διονυσόδωρος είχον κάμη επίδειξιν της τέχνης των, συνήντησεν ένα ρήτορα εκ των πεφημισμένων τότε εν Αθήναις· ούτος του εξέφρασε, λέγει, την άκραν του περιφρόνησιν διά την εριστικήν, αλλά συγχρόνως, ως άνθρωπος ο οποίος μόνον εν τη ιδία εαυτού τέχνη βλέπει την αληθινήν σοφίαν, εξέτεινε την περιφρόνησιν και δι' όλους γενικώς τους φιλοσόφους και την φιλοσοφίαν.

Επάνω εις αυτό ο Διονυσόδωρος ηρώτησε τον Κτήσιππον·Και δεν είναι αρά γε δυνατόν διά τους σιωπώντας να ομιλούν; — Όλως διόλου αδύνατον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Και διά τους λαλούντας επίσης να σκοπούν; — Ακόμη ολιγώτερον. — Έτσι λοιπόν όταν ομιλής διά λίθους, ξύλα, σίδερα, δεν ομιλείς διά σιωπώντα πράγματα; — Κάθε άλλο, φίλε μου, αν τύχη μάλιστα να περνώ από γύφτικα· εκεί δα θακούσης τα σιδερικά να φωνάζουν και να σκούζουν, αν τα εγγίξη κανείς· ώστε αυτή τη φορά γελάστηκες, φαίνεται, από υπερβολικήν σοφίαν, και δεν κατάλαβες πως δεν είπες τίποτε· αλλά απόδειξέ μου τώρα και το άλλο, πως είναι δυνατόν διά τους λαλούντας να σιωπούν.

Εγώ επάνω εις αυτό εταράχθηκα ολίγον και ο Διονυσόδωρος επωφελούμενος της ταραχής μου έσπευσεν αμέσως να είπη: Αφού λοιπόν επιθυμείτε να μην είναι πλέον ο Κλεινίας εκείνο που είναι τώρα, πάει να πη, καθώς φαίνεται, πως επιθυμείτε να μην είναι ζωντανός; Να, μα την αλήθεια, φίλοι μια φορά και ερασταί, που πρώτ' απ' όλα επιθυμούν τον θάνατον του αγαπημένου των!

Μάλιστα, απήντησεν ο Διονυσόδωρος, ημπορεί να το αποδείξη και αυτό η τέχνη μας, Σωκράτη. — Ώστε δεν υπάρχει, Διονυσόδωρε, κανείς εις τον κόσμον που να ημπορή καλύτερ' από σας να προτρέψη τους ανθρώπους εις την φιλοσοφίαν και την καλλιέργειαν της αρετής; — Πράγματι, αυτό πιστεύομεν, Σωκράτη.

Σωκράτης Φθάνει να έχης όρεξιν ν' ακούης· διότι δεν θα ημπορούσα να προφασισθώ πως δεν τους επρόσεξα, αλλ' απεναντίας τους ήκουσα με την μεγαλυτέραν μου προσοχήν και δεν ελησμόνησα τίποτε· θα προσπαθήσω λοιπόν να σου τα διηγηθώ όλα καταλεπτώς από την αρχήν ως το τέλος: Έτυχε κατά καλήν μου τύχην να κάθωμαι μόνος μου εκεί που με είδες εις το αποδυτήριον και είχα αποφασίση πλέον να σηκωθώ να φύγω· αλλά μόλις σηκώνομαι, μου γίνεται έξαφνα το συνηθισμένον μου σημείον, το δαιμόνιον· ξανακάθωμαι λοιπόν πάλιν και σε λίγο πράγματι, να και μπαίνουν αυτοί οι δύο αδελφοί, ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος, και άλλοι πολλοί νέοι μαζί, μαθηταί των, καθώς μου φαίνεται· και αφού εμβήκαν, ήρχισαν να περιπατούν κάτω από την στεγασμένην την στοάν· δεν θα είχαν ακόμη κάμη δύο ή τρεις γύρους και μπαίνει ο Κλεινίας, αυτός που σου φάνηκε, και δεν έχεις άδικο, πως εμεγάλωσε τόσο πολύ· και από πίσω του ένα πλήθος ερασταί, μεταξύ των άλλων και ο Κτήσιππος, ένας νέος από την Παιανίαν, καλό και άξιο παληκάρι σε όλα του, αλλά κάπως παράφορος, όπως δα συμβαίνει συνήθως εις αυτήν την ηλικίαν.

Τότε εγώ εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του είπα·Διατί, φίλε μου, γελάς διά πράγματα τόσον σοβαρά και ωραία; Και αμέσως ο Διονυσόδωρος, — Μπα! και είδες ποτέ σου εσύ, μου είπε, Σωκράτη, κανένα πράγμα ωραίον; — Είδα, του απήντησα, και πολλά μάλιστα, Διονυσόδωρε. — Και αυτά αρά γε ήσαν διαφορετικά από το ωραίον, ή το ίδιο πράγμα με αυτό;

Και πριν ακόμη λάβη ο νέος καιρόν να πάρη καλά καλά την αναπνοήν του τον παραλαμβάνει ο Διονυσόδωρος και τον ερωτά: — Αλλά δεν μου λέγεις, Κλεινία, όταν ο διδάσκαλός σας σάς εμάνθανε κάτι τι από στήθους, ποιοι το εμάνθανον, οι σοφοί ή οι αμαθείς; — Οι σοφοί, απήντησεν ο Κλεινίας. — Οι σοφοί λοιπόν μανθάνουν και όχι οι αμαθείς. Ώστε δεν απήντησες σωστά εις τον Ευθύδημον.

Την αντιλογίαν λοιπόν, κύριε μου Διονυσόδωρε, μην την ονομάζης ύβριν· η ύβρις είναι όλως διόλου διαφορετικόν πράγμα. Επάνω εις αυτό του λέγει ο Διονυσόδωρος: — Και παραδέχεσαι τάχα εσύ, μ' αυτά που λέγεις, πως υπάρχει αντιλογία;

Εγώ άμα τον είδα, που τα έχασε: θάρρος, του είπα, Κλεινία, και απάντησε χωρίς συστολήν ό,τι σου φαίνεται το ορθότερον· ίσως απ' αυτό να βγη ανυπολόγιστος ωφέλεια για σένα. Εν τω μεταξύ όμως ο Διονυσόδωρος έσκυψεν ολίγον και μου είπε εις το αυτί, ενώ ολόκληρον το πρόσωπον του εμειδία: — Και μολαταύτα σου προλέγω, Σωκράτη, πως ό,τι και να απαντήση ο νέος θα πέση έξω.

Και εδώ εσταμάτησεν ολίγον ο Διονυσόδωρος με κάποια πολύ ειρωνικήν έκφρασιν, σαν να επρόκειτο τάχα να καταιβάση καμμιά μεγάλη σοφία.. — Λέγε μου, είπεν επί τέλους, Σωκράτη, έχεις δικό σου Δία πατρώον;