United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα. Αλβανός, Κρης και ο Ανατολίτης. ΑΛΒ. Ορέ κρητίκα, ορέπραεσύ εσύ ορέ κρητίκα! — πω το γουρουνίζεις εσύ εμένα ορέ το παπα το παληκάρι; ΚΡΗΣ. Δεν κατέχω ετζά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, θιός και η ψυχή μου.

Θάνε μια μέρα λαμπρή, — ω χαρά, χρυσανατέλλει η αβγή της, — και θάνε μέρα μεγάλη κι αγνή για την αθάνατή μας Πατρίδα. Παληκάρι ρωμιόπουλο, θεοφώτιστο κι αντριωμένο, θαφίση τις χλωροπράσινες βουνοκορφές του Ολύμπου ή του Μαίναλου. Αθώρητο κι αγνώριστο, στης Πολιτείας τα πολυτάραχα σπλάχνα αεροπατώντας θα κατεβή, ιεροφάντης και μάρτυρας. Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ! Πώς ήθελα να ζούσα να τακούσω!

Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα. Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκαδώδεκα κόμπους την ώρα.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας.

Έπεσαν δυο του τόπου από του Τρύφου την παρέα. Ο Μποτσονάς ο Βάκης από τους άλλους. Άξιο πανώριο παληκάρι του χωριού, του Τρύφου ο γκαρδιακός ο φίλος, που εξεψύχησε κάτω από δυο βαριά χτυπήματα της κάμας της αδερφικής του φίλου του ο Βάκης. Γιατί ήταν, βλέπεις, με άλλη παρέα ο καθένας τους.

τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη αντίστασητους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια.

Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες, εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την «Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος. Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη.

Όταν συχνάπυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.