United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολύφημε, στα πρόβατα ρίχνει η Γαλάτεια μήλα και ρίχνοντας τα μήλα της σ' ερωτοπεριπαίζει· και συ δε στρέφεις να την 'δης μηδέ να την κυττάξης, μα κάθεσαι, κακότυχε, και παίζεις τη φλογέρα. Τώρα κτυπάει τη σκύλλα σου που σου φυλάει ταρνάκια κ' η σκύλλα προς τη θάλασσα κυττάζοντας γαυγύζει· κοχλάζοντας τα κύματα, την ώμορφη νεράιδα που τρέχει απάνω στο γιαλό, αχνά την καθρεφτίζουν.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Μην εύχεσαι για κτήμα μου του Πέλοπος τη χώρα μηδέ 'δικό μου θησαυρό το βιος του Κροίσου νάχω και μηδέ καν να ξεπερνώ στο δρόμο τους ανέμους· μα ευχήσου με να τραγουδώ κάτω απ' το βράχο τούτο, να σ' αγκαλιάζω βλέποντας ταρνιά μου μαζωμένα, που βόσκουνε στ' ολόδροσο Σικελικό ακρογιάλι.

Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. 110 Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία.

Μεταξύ των πρώτων οι οποίοι κατέλυσαν την δημοκρατίαν ήτο και ο Θηραμένης, ο του Άγνωνος, μη στερούμενος ευγλωττίας μηδέ κρίσεως.

Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.

Ο Μόρφος, σαν ησυχάσανε τα πράματα, εζήτηξεν τη Δεκοχτούρα, μα εκείνη μηδέ να τον ακούση δεν ήθελενε. Μάλιστα σε λίο καιρό ετραβήχτηνε στο βουνό εδώ, στο χτήμα της και ζη, χρόνια τώρα, κατάμονη. Μόνο στην εκκλησούλα που βλέπεις εδώ κάτω, πηαίνει και ίσια με τη θάλασσα για περίπατο. Η θεία της απόθανε, χρόνια τώρα, και ζη μοναχή της.

Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.,

Αν δ' επλανήθην 'στών σοφών την μαύρην ερημίαν ως πρόβατον απολωλός ως έλαφος διψώσα, μικράν δεν ηύρα όασιν, μηδέ πηγήν καμμίαν, να δροσισθή το στήθος μου κι' η φλογερά μου γλώσσα. Κι' εκ των ερήμων έρχομαι ως γέρων κεκυφώς κι' είν' έγκυον το πνεύμα μου με χίλιαις δυο ψευτιαίς, ανέσπερον εζήτησα και καταυγάζον φως, αλλ' εις το τέλος μ' άφησαν με της κολοφωτιαίς.

Ελθόντες δε προς αυτούς μερικοί απεσταλμένοι των τετρακοσίων συνωμίλουν ανήρ προς άνδρα και έπειθαν όσους έβλεπαν μετριοπαθείς να μένουν ήσυχοι και να συγκρατούν τους άλλους, λέγοντες ότι οι πεντακισχίλιοι έμελλαν να ανακηρυχθούν και ότι εκ τούτων θα ελαμβάνοντο αλληλοδιαδόχως και κατ' εκλογήν οι τετρακόσιοι· ότι μέχρις εκείνης της ώρας δεν έπρεπε δι' ουδενός τρόπου να καταστρέφουν την πόλιν μηδέ να παραδίδουν αυτήν εις τους εχθρούς.

Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.