United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί. Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον. Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.

Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, 'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 θα μ' εξετάσηόλ' αυτή μες το παράπονό της».

Μηδέ τα φύλλα βρήκε 120 σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, Μον τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως κάνα συντρόφι πούτρεχε οχ τη σφαγή στα πλοία.

Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.

Ας προσπαθάν όσο ημπορούν· του κάκου τυραγνιούνται· 605 Των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται. Οχτρούς παρόμιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει· Μηδέ βαστάν στον πόλεμο· και φεύγουν τρομασμένοι. Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμμα αυτό ακλουθάει· Και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει· 610 Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Μ

Πήρε φωτιά οχ την Ίδα ο γιος του Κρόνου σαν τις είδε, και τη χρυσόφτερη Ίριδα ναν τους μιλήσει στέλνει «Τρέχα, ανεμόποδη Ίριδα, και στείλ' τες πίσω· ενάντια ας μη μου παν, γιατί άσκημα θα σμίξουμε στη μάχη. 400 Γιατί ένα λόγο θαν τους πω, που θ' αληθέψει κιόλας· θα σακατέψω τ' άτια τους αφτού μες στα λουριά τους, θάν τις γκρεμίσω κάτου αφτές, θα σπάσω και τ' αμάξιμηδέ σε δέκα ολοκλήρους που κυκλοφέρνουν χρόνους δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός μου405 για ναν το δει η κυρά Αθηνά σαν πώς με πολεμούνε.

Ως σε πιόν βαθμό και στάσι, Της σοφίας έχει φτάσει, Σφάλλει όποιος να το ειπή, Τα ρωτήματα δε θέλει· Για σφυγμό μηδέ τον μέλει· Τέτια ο φίλος τα γελά. Σ' άλλο ύψος μέγα πάνει· Τη διάγνωσί του κάνει Με αλλιότικα μιαλά. Με τη μυρουδιά και μόνον, Στου αρρώστου του τον πόνον Της κοιλιάς το περιττό, Ή το ούρος, με τη γέψη Λιγοντί να σημαδέψη, Του είναι πάρα αρκετό.

Ήσαν λοιπόν τα όρια μεταξύ του εμπνευσμένου προφήτου και του πονηρού απαταιώνος τόσον αμφίβολα και δυσδιάκριτα; Ήτο πράγματι φοβερά ταπείνωσις και τοιαύτη ώστε να μη την λησμονήσουν μηδέ να την συγχωρήσουν ποτέ.

Ως Έλλην δε και ποιητής καθόλου δεν ξεχάνει μήτε το «Έλληνες εσμέν» του λάλου Δεληγιάννη, μηδέ και το Τρικούπειον ρητόν θα λησμονήση πως η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση, προ πάντων δε του Κότταρη το «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει», που τους Ρωμηούς, οιστρηλατεί κι' εις όλους βάζει νέφτι.

Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνονδιά να μη είπω θεούςως τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων; Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .