United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σ' έμελλε, πατέρα μου, εσύ να ξενυκτήσης όπου οι χοίροι ξενυκτούν κ' οι έρημοι ζητιάνοι! Αλλοίμονον! Πώς έγινε συγχρόνως με τον νουν σου να μη σου φύγη κ' η ζωή;... Ξυπνά! Ομίλησέ του. ΙΑΤΡΟΣ Εσύ καλλίτερα, εσύ, κυρία, λάλησέ του. ΚΟΡΔ. Πώς είναι ο αυθέντης μου; Ο βασιλεύς πώς είναι;

Διότι ουδενός γενόμενοι κατά τους προτέρους χρόνους θεληματικώς σύμμαχοι, ερχόμεθα σήμερον να ζητήσωμεν τούτο παρ' άλλων, και δι'αυτό εις τον παρόντα κατά των Κορινθίων πόλεμον είμεθα έρημοι. Και ούτω κατήντησεν η πρότερον θεωρουμένη σωφροσύνη ημών, ήτις συνίστατο εις το να μη συγκινδυνεύωμεν κατά την βούλησιν του άλλου εις ξένην συμμαχίαν, να φαίνεται σήμερον αφροσύνη και φανερά αδυναμία.

Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι.

Τα λουλούδια λιγωμένα, μεθυσμένα, και αυτά κάτω από το χρύσωμα του ήλιου εμύρωναν το βραδεινό αεράκι και στόλιζαν με ωμορφιά αφάνταστη το Βυζαντινό ερημοκλήσι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και μόνοι σας σαν έρημοι, σαν να μην είχατε ούτε μάννα, ούτε πατέρα. Μ α ρ ί α. Είχαμε την αγάπη μας τη μεγάλη, τη γιγαντεμένη που αντεπροσώπευε για μας τον κόσμο όλο. Κι' είχαμε και μια μάνα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μ α ρ ί α.

Έτσι πέρασαν τα μεσάνυχτα, η ώρα της γύρας ήρθε και σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω τραγουδώντας. Οι δρόμοι είταν έρημοι, τα μαγαζιά κλεισμένα, τα σπίτια κατάκλειστα, πήραν τον ένα δρόμο, τον άλλον, όντας στάθηκαν. Αραίωσαν, έπιασαν τ' αγκωνάρια, άλλοι έκατσαν χάμου στο χώμα, άναψαν τα τσιγάρα τους, άφησαν στη μέση το μπουζουκιτζή.

Κι' όμωςκάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσηςπου μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόητάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;

Το ρεύμα του ποταμού είναι μέγα και πολύ και θολερόν, αι δε νήσοι πολύ πυκνά κείμεναι μεταξύ των χρησιμεύουν προς αλλήλας ως σύνδεσμοι ώστε να σταματούν τα χώματα· διασταυρούμεναι και μη ευρισκόμεναι κατά σειράν δεν αφήνουν τα ύδατα να ρέουν κατ' ευθείαν προς το πέλαγος. Είναι δε μικραί και έρημοι.

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάσησπίτι να μας ανάψη φωτιάχέρι να σφίξωμεόνειρο ν' ακολουθήσουμεπηγαίναμε ανάμεσα στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η ψυχή μου. Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει. Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι!

Εάν την ήκουαν, ούτε αι άλλαι γυναίκες της Τροίας θα εγίνοντο δούλαι, ούτε συ ως δούλη θα ήσουν πλησίον εις τους τυράννους. Και η από όλην την Ελλάδα εκστρατεύσασα νεολαία δεν θα ηγωνίζετο δέκα χρόνια έξω από τα τείχη της Τροίας, ούτε τόσαι σύζυγοι θα έμεναν έρημοι, ούτε τόσοι γέροντες ορφανοί από παιδιά.