Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της. Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.
Και δα εκάθησε σιμά 'ς αυτόν τον δακρυσμένον, Και με το χέρ' τον χάδευσε, και είπεν· Αχιλλέα, Τι' κλαις, παιδάκι μου, και τι λύπ' ήρθε 'ς την καρδιά σου ; Λάλησε, μη το κρύβεσαι· για να ιδούμ' οι δυω μας.
Έτσι ίσους μας μην μου ζητάς να βγάλεις τους γονιούς μας» 410 Τότες με μια λοξή ματιά του λάλησε ο Διομήδης «Αδρέφι, κλείσ' το στόμα σου, τ' ακούς; Τον Αγαμέμνο εγώ δεν τον κατηγοράω, πούναι αρχηγός μας όλων, αν τους γενναίους Αχαιούς να πολεμάν τους βιάζει.
Αυτά τα σπαρταρίσματα και τα ξιππάσματά σου, αυτά τ' αναγελάσματα του φόβου, άφησέ τα κι όταν, χειμωνιάτικα κοντά εις την φωτιά της, ακούεις μια γερόντισσα να λέγη παραμύθια που τάμαθ' απ' την νόννα της! Αλήθεια εντροπή σου! — Τι χάσκεις; Τι; Είναι σκαμνί αυτό εκεί που βλέπεις! ΜΑΚΒΕΘ Δεν βλέπεις; Να! Κύτταξ' εκεί! Ιδέ τον! — Τι μου λέγεις; Α! Δεν με μέλει! Λάλησε, αφού 'μπορείς και νεύεις.
Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη, — Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο; — Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό. — Πού τον άκουσες; — Εδώ έξω. — Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . . — Ακούς εκεί; Μακάρι . . .
Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησε 'ς της ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.
Τότε είπε και τους λάλησε τ' Αντραίμου ο γιος ο Θόας, πρώτο των Αιτωλών σπαθί, πιδέξος με κοντάρι, γερός και σ' αμαξοσφαγή, και λίγοι τον νικούσαν στη συντυχιά όταν όλοι οι νιοι παράβγαιναν στο λόγο. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε 285 «Ωχού, κι' αφτό ναι απ' τ' άγραφα που βλέπω τώρα ομπρός μου!
Αλλά το Φάσμα προσέθηκε, δαιμονίως καγχάζον: — Τώρα θα εννοήσης και θα πιστεύσης. Λάλησε ισχυρώς! Και ελάλησα ισχυρώς. Με ανεβίβασε κατόπιν εις ύψος, και είπε: — Λάλησε και ασθενώς τώρα. Και ελάλησα ασθενώς. Τότε ηννόησα. — Ελάλησα ισχυρώς από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· όλοι με περιεφρόνησαν. Ελάλησα και ασθενώς από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι· τότε τους περιεφρόνησα εγώ.
Και σ' έμελλε, πατέρα μου, εσύ να ξενυκτήσης όπου οι χοίροι ξενυκτούν κ' οι έρημοι ζητιάνοι! Αλλοίμονον! Πώς έγινε συγχρόνως με τον νουν σου να μη σου φύγη κ' η ζωή;... Ξυπνά! Ομίλησέ του. ΙΑΤΡΟΣ Εσύ καλλίτερα, εσύ, κυρία, λάλησέ του. ΚΟΡΔ. Πώς είναι ο αυθέντης μου; Ο βασιλεύς πώς είναι;
— « Κικιρίκουουουου» λάλησε μέσα από το κοττέτσι ο μεγάλος ο πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου..!» λάλησαν κι' οι άλλοι οι μικρότεροι «Κικιρίκουουουου!» φώναξαν κι' οι πετεινοί της γειτονιάς κι' όλου του χωριού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν