United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

«Άιντε, μώρ’ πλιάκ' Ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.

Σέλλωσε τ' άλογό μου, Το μαύρο πούναι γλήγορο και νυχτομαθημένο. Πέρ' απ' τον κάμπο θα διαβώ και πέρ' απ' το ποτάμι, Θα ν' ανεβώ μέσ' 'ςτό βουνό, τα δάση θα περάσω Που κυνηγώ, θε να ριχτώ 'ςτό μέγα μονοπάτι, Θα πέσω κάτω απ' το ραϊδιό, κ' εκείθε λάκα-λάκα Θε να κατέβω ταις σπηλιαίς της ποταμιάς να πιάσω.

Αυτός δε εφοδιάσας το στράτευμα με τροφάς τας οποίας έλαβεν από τας αποθήκας του Σεφάκα, εκίνησε διά της ποταμιάς Λιδωρικίου προς Μαυρολιθάρι, ειδοποιήσας συγχρόνως και τους Σουλιώτας αρχηγούς διά να συνακολουθήσωσιν. Αλλ' αυτοί δεν ηθέλησαν να έλθωσιν ομού με αυτόν· μετέβησαν δε κατ' ευθείαν εις Σάλωνα.

Χαράτον όπουαγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις, Χαράτον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!... — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη. Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα, Γιατί ξυπνάει ο Δράκονταςτης ποταμιάς τα δέντρα, Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα, Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

Πότε σας είδε ο κόσμος;... Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα, Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια. Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια, Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια, Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται, Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.

Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτές Δυο Εκκλησιές. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτήν πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.