United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στο πλευρό της Δημοπούλας της περίμορφης! Η ΦΛΟΓΕΡΑ κ. Ν. Πουρναρά. — Ήσυχα πούναι τα βουνά, ήσυχοι πούναι οι κάμποι Ήσυχαις πούναι η λαγκαδιαίς και τα κλαριά κι' η βρύσαις, Ήσυχαις πούναι κ' η σπηλιαίς! Κι αυτά τα νυχτοπούλια Γρήγορ' απόψε κούρνιασαν τα μαύρα και δεν σκούζουν.

«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. «Είταν πολύ πρωί.

Πούναι κι' η ορμή μου; πού και το κορμί μου; έλυωσε κι' εσάπη... όλοι σπρώχνετέ με, όλοι διώχνετέ με σαν σκυλί χασάπη. Σκελετοί τα μέλη, κι' έγιναν τα σκέλη δυο κοκκαλομόλυβα... δώστε μου ταμπάκο, σκάψετέ μου λάκκο, βράσετέ μου κόλλυβα.

Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.

Αμυγαλιές ήταν-τέτοιον καιρό που όλες έχουνε σχεδόν ξανθίσει!-μην ήταν οι αδερφάδες τους οι γκοριτζιές κ’ οι αγριοκορομιλιές, πούναι πιο τεμπέλες; ή μήπως τις είχε πάρει ο ύπνος τις μυγδαλιές κι αργήσανε νανοίξουν τανθινά τους μάτια απ’ τα βαθιά ονείρατα του χειμώνα!

Και κοίταζαν με τρόμο οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες. 80 Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη, για βάζει ανάμεσα στους διο αγάπη ο γιος του Κρόνου, πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου

Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Όσά 'ναι τζάκια Τρώωνε, σαν πούναι στανεμένοι, αφτοί αγρυπνούν, και να φυλάν παρακινούνε ο ένας τον άλλονε· όμως οι βοηθοί π' από παντού μας ήρθαν 420 κοιμάνται και το φύλαγμα τ' αφίνουν για τους Τρώες, τι αφτών γυναίκες και παιδιά δεν έχει εδώ να πάθουν

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα τουεσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμοκαι λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! Άρχισε να κλαίη.