Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Μα κι αν θελήσω μια φορά στην πόλι πρώτος να φανώ, όλ' οι κατώτεροι από εμέ θα με μισήσουν, όλοι, γιατ' ό,τι νοιώθουν πειο τρανό, πολλή τους φέρνει λύπη. Μα κ' οι πολίτες οι καλοί, που γνώσι μπορεί νάχουν, και όμως από την αρχή γυρεύουνε ν' απέχουν, μαζύ μου θα γελάσουνε, και θα με ειπούν τρελλό, που σε μια πόλι ανήσυχη, γεμάτην από φόβους, εγώ την ησυχία μου δεν είχα προτιμήση.
Όλοι τους τον προσκυνούν τον απείραχτο εκείνο τρελλό, και τονε λατρεύουνε. Μήτε τρύπιο βρακί του λείπει, μήτ' αποφάγι. Κάθε μέρα περνάει από δω ο Ντελή Μεχμέτης, κινάει κατά το Τζαμί, και μ' όλη τη δύναμή του κρατάει το Μιναρέ, να μην πέση! Είναι η τρέλλα του αυτή, πως θα πέση ο Μιναρές. Ρωμαίικο αίμα πρέπει νάχη κι αυτός.
Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του. «Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.
Δεν το ξέρεις πως θάχουμε παράσταση απόψε; Το τραπέζι θα είναι, να πούμε, σα βήμα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε μας λες λοιπόν πως θα βγάλη λόγο; ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Τι να σου πω; Ξέρω κ' εγώ; Λόγο, παράσταση, αυτή το ξέρει. Όμως άκουσα να λένε, πως θα κάνη την Οφέλια, μια που τρελλάθηκε λέει για ένα τρελλό βασιλόπουλο. Έλα, δώσε μου τώρα ένα χέρι να βάλουμε το τραπέζι στη μέση. Την κακομοίρα!
Και μόνον οι γυναικούλες του χωριού, που δεν είχανε ξεχάσει τον τρελλό με τα μακρυά ολόξανθα μαλλιά, με το χλωμό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, αναστέναζαν βαθιά: «Ω! ευτυχισμένε, που είδες τον Προφήτη!» Κι' από τότε, όταν γυρίζουν οι γυναικούλες καλοκαίρι κι' άνοιξι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές, γλυκομιλούν και λένε ακόμα για τον ωραίο τον Προφήτη.
Όποιος με πιστέψη αποβλακωμένο θάναι λιγώτερο γνωστικός από μένα, κι' όποιος με πιστέψη τρελλό θα είναι ο ίδιος πειο τρελλός παρά εγώ». Ένας ψαρράς περνούσε, φορώντας κοντοκάπι από χονδρό χνουδωτό πανί, και μεγάλη κουκούλα. Τον βλέπει ο Τριστάνος, του κάνει νόημα, τον πέρνει κατά μέρος. «Φίλε, θέλεις ναλλάξουμε ρούχα; Δώσε μου το κοντοκάπι σου. Μου αρέσει πολύ».
Ή Βασίλισσα είναι πληχτική για σας, για δοκιμάστε αυτή. Ας κάμουμε αλλαγή, σας δίνω την αδελφή μου δανείστε μου την Ιζόλδη. Θα την πάρω και θα σας υπηρετήσω με αγάπη». Ο Βασιληάς γέλασε και είπε στον τρελλό: «Αν σου δώσω τη Βασίλισσα, τι θα θελήσης να την κάμης; Πού θα την πας; — Κει πάνω, μέσα από τον ουρανό και τα σύννεφα, σ' ένα ωραίο γυάλινο παλάτι.
Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένος!» Καλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε. .... Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη.
'Σ τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναι 'ς όνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.
Τα χέρια είναι ωραία, καλό το τραγούδι, σιγανός ο τόνος και γλυκειά η φωνή. Κείνη τη στιγμή μπαίνει ο Καριάδος, πλούσιος κόμης από κάποιο μακρυνό νησί. Είχεν έλθει στο Τινταγκέλ για να προσφέρη στη Βασίλισσα της υπηρεσίες του, και πολλές φορές μετά την αναχώρησι του Τριστάνου της είχε πη τον έρωτά του. Αλλά η Βασίλισσα απέκρουε της αιτήσεις του και τον έλεγε τρελλό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν