United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.

Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.

Όποιος με πιστέψη αποβλακωμένο θάναι λιγώτερο γνωστικός από μένα, κι' όποιος με πιστέψη τρελλό θα είναι ο ίδιος πειο τρελλός παρά εγώ». Ένας ψαρράς περνούσε, φορώντας κοντοκάπι από χονδρό χνουδωτό πανί, και μεγάλη κουκούλα. Τον βλέπει ο Τριστάνος, του κάνει νόημα, τον πέρνει κατά μέρος. «Φίλε, θέλεις ναλλάξουμε ρούχα; Δώσε μου το κοντοκάπι σου. Μου αρέσει πολύ».

Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «ΚάρχαιξΉταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.

Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.