United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρωί αφού έψαλε πρώτα ο ερημίτης και μοιράστηκαν το κριθαρένιο ψωμί, ο Τριστάνος αποχαιρέτισε τον σεβάσμιο ερημίτη, κ' εκάλπασε για το Κάρχαιξ. Όταν σταμάτησε κάτω από τα κλειστά τείχη, είδε στο φυλάκιο μια περίπολο φρουρών και ζήτησε το Δούκα. Ο Χόελ ήτον επί κεφαλής των μαζύ με το γυιό του Καερντέν.

Μόλις γύρισε ο Τριστάνος στη Μικρή Βρεττάνη, στο Κάρχαιξ, πήγε να βοηθήση τον αγαπητό του σύντροφο Καερδέν, εναντίον ενός βαρώνου Μπενταλίς. Μία μέρα έπεσε σε ενέδρα που του στήσανε ο Μπενταλίς κι' οι αδερφοί του. Ο Τριστάνος σκότωσε τα εφτά αδέρφια. Αλλά πληγώθηκε κι' αυτός με μια κονταριά, και το κοντάρι ήτανε δηλητηριασμένο.

Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «ΚάρχαιξΉταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.

Έφυγε από το Κάρχαιξ χωρίς να ειδοποιήση κανένα, ούτε τους συγγενείς, ούτε τους φίλους, και μάλιστα ούτε τον Καερδέν, τον αγαπημένο του σύντροφο. Έφυγε άθλια ντυμένος, με τα πόδια, — γιατί κανείς δε δίνει προσοχή στους φτωχούς Τρουάνδους που πλανιώνται στους μεγάλους δρόμους. Βάδισε, βάδισε, ως που έφθασε στην ακτή της θάλασσας. Στο λιμάνι, ένα μεγάλο εμπορικό καράβι ήταν έτοιμο να ξεκινήση.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Πώς ήξερε πεια τώρα ότι δε θα μπορούσε δίχως τη Βασίλισσα, ούτε να ζήση ούτε να πεθάνη. Ο Καερδέν σωπαίνει και παραξενεύεται. Αισθάνεται, αθέλητα, να μαλακώνη ο θυμός του. «Φίλε, λέει στο τέλος, θαυμάσια λόγια ακούω. Συγκινήσατε την καρδιά μου μέχρι του οίκτου. Υπομείνατε τόσες πίκρες που ο Θεός να φυλάη τους Χριστιανούς. Ας γυρίσουμε στο Κάρχαιξ. Την τρίτη μέρα, αν μπορώ, θα σου πω τη σκέψι μου».

Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.

Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.

Ο κόμης Ριόλ είχε στήσει το στρατόπεδο του τρία μίλλια μακρυά από το Κάρχαιξ κι' από πολλές ημέρες οι άντρες του Δούκα Χόελ δεν τολμούσαν πεια να περάσουν της πόρτες να τον χτυπήσουν. Όμως την άλλη μέρα κι' όλα, ο Τριστάνος, ο Καερδέν, και δώδεκα νεαροί ιππότες βγήκαν από το Κάρχαιξ, φορώντας τους θώρακας και της περικεφαλαίες, και κάλπασαν κάτω από το δάσος των ελάτων μέχρι της εχθρικές σκηνές.

Μολαταύτα το τελευταίο του φρούριο το Κάρχαιξ αντέχει ακόμη, γιατί δυνατά είναι τα τείχη του, και δυνατή είναι η καρδιά του γυιού του, του Καερντέν, του καλού ιππότη. Μα ο εχθρός τους τσιτώνει ολοένα και πεινάνε: θα μπορέσουν να βαστήξουν πολύ ακόμη;» Ο Τριστάνος ρώτησε πόσο μακρυά ήτανε το φρούριο του Κάρχαιξ. «Άρχοντα, δυο μίλλια μοναχά». Χωρίστηκαν και κοιμήθηκαν.