United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ' ημών». Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την Θείαν Κοινωνίαν, και εις την Λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικόν κτλ. κτλ.

Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλη «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανώλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ' υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα.

Αυτός δε-—διότι πλέων πλησίον του πλοίου ήκουα πάντα τα λεγόμενα επ' αυτούΑφού ελάβετε αυτήν την απόφασιν, είπεν, αφήσατέ με τουλάχιστον να στολισθώ, να ψάλω ένα θρήνον προς τον εαυτόν μου και να πέσω μόνος μου εις την θάλασσαν. Οι ναύται του έδωκαν την άδειαν, αυτός δε, αφού έψαλε κάτι πολύ συγκινητικόν, έπεσεν εις την θάλασσαν διά να πνιγή.

Αλλ' οι συγκλητικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αυγουστιανοί είχον ταπεινώσει την κεφαλήν και ήκουον εν αφώνω εκστάσει. Επί πολύ έψαλε και η φωνή του ολίγον κατ' ολίγον επληρώθη πικρίας.

Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&, εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου Σωτήρ&.

Βλέποντας τη γριά που καθόταν κοντά στα πόδια του με την μποτίλια στην ποδιά της, σήκωσε μόλις τα θολά του μάτια και περίμενε με υπομονή, σαν να ήξερε κιόλας τι ήθελε να του πει. «Έφις, είσαι άνθρωπος του Θεού και μπορείς να μου μιλήσεις ειλικρινά. Η ντόνα Έστερ όμως δεν φαίνεται πουθενά και μια μέρα που πήγα σπίτι τους η ντόνα Νοέμι μου τα έψαλε για τα καλά∙ άκουσα ένα σωρό βρισιές.

Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...» Και πάλιν έψαλε: &Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι......&

Δεν ξέρω πού βρέθηκε με τέτοιο χειμώνα και ήρθε ο Χρήστος πούνε γραμματικός του νεροδικείου εις την Αγία Άνναχωρίον της Ευβοίαςκι' έψαλε το «χερουβικό» και το «Μεγάλυνον ψυχή μου» πολύ ώμορφα. Αμ' να ιδήτε πάλιν και μια ταραχή. Κρίμα τον καϋμένο!

Όταν δε την εσπέραν της εορτής επήγαν εις τον Ναόν και έψαλαν παράκλησιν και ευχαριστίαν, ενώπιον της εικόνος του Αγίου και τα τρία πρόσωπα του ιστορήματος, ο γέρων ιερεύς εις το τέλος ως γραμματισμένος οπού ήτο και μουσικός, επήρε το βιβλίον της Ψαλτικής και έψαλε με ιδιαιτέραν χάριν το Δαβιτικόν άσμα, πολύ κατάλληλον εις την περίστασιν εκείνην: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις».

Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το &Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του.