United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε υψώθη, ως νικητήριος παιάν, η φωνή του ιερέως, ψάλλοντος: «Είς Θεός μέγας, ο Θεός ημών». Αφού δ' ετελείωσε το τροπάριον, ο Αστρονόμος, υψώσας το ποτήρι του με κίνημα ανθρώπου ετοιμαζομένου να πυροβολήση από ενθουσιασμόν, ανεφώνησε με φωνήν παλλομένην: — Εις υγείαν τση Ρωμιοσύνης! — Εβίβα! απήντησαν οι άλλοι ομοφώνως.

Κυττάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπωμου εφάνητον νεκρικόν στέφανον με της ωραίαις γαλάζιαις κορδέλλαις του. Κυττάζω και εις την οροφήν, και βλέπωμου εφάνητα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον.

Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια; Ως απάντησις εις την ερώτησιν επήλθε το τροπάριον, το «Δόξα». «Άγγελος του Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ . . . δι' αυτού γάρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον . . . » Είτα η εκφορά έγεινεν έξω του ναΐσκου των Ταξιαρχών. Η γραία, η συντέκνισσα, εκράτει το μικρόν πρόχειρον φέρετρον, εν είδει λίκνου.

Χάρις εις το τροπάριον εκείνο και την νηνεμίαν, το πλοιάριον προσωρμίσθη ευτυχώς την επιούσαν εις Λούγδουνον, όπου ήδρευε τότε ο Άγιος Αγοβάρδος, ο μόνος των τότε αγίων, του οποίου καγώ ήθελον ασπασθή μετά σεβασμού το κράσπεδον της εσθήτος.

Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλη «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανώλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ' υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα.

Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα. Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .

Και είτα ετραγωδούσαν με την γλυκείαν λεπτήν φωνήν των και αι τέσσαρες εν αρμονία θελγούση και πολλάκις εχόρευον. Ω! και έψαλλον καλλιφώνως, ναι, έψαλλον εις το ρεύμα αι ευσεβείς νεάνιδες το ωραίον τροπάριον της Παναγίας, της γειτονίσσης των, ως την απεκάλουν τρυφερώς αι τρυφεραί κόραι. «Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας... »

Τα μάτια του κυρ-Στρατή, τα ως κάστανα μεγάλα, εμίκρυναν από του οίνου, αλλά διά την υπακουήν, ίνα μας ευχαριστήση, ήρχισεν. Πλην αντί να είπη πλ. β' ήχον «Ότε καιρός» το περίφημον δόξα των Αίνων της εορτής, άρχεται αίφνης πλ. δ' ήχον «θρηνώ και οδύρομαι» το νεκρώσιμον γνωστόν τροπάριον. Και συγχρόνως αρχίζει να κλαίη όλος από κεφαλής μέχρι ποδών. Ευρίσκετο εις το στοιχείον του.