Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ω, πόσον ήτο γλυκύς ο γαμήλιος παιάν του λιβυκού αυλού, της χορευτικής κιθάρας και των καλαμίνων συρίγγων, ο διαχυθείς ανά το δασώδες Πήλιον, ότε αι καλλιπλόκαμοι Πιερίδες Μούσαι, ελθούσαι εις τους γάμους του Πηλέως και εξυμνούσαι διά μολπών μελωδικών την Θέτιδα και τον Αιακίδην επί του όρους των Κενταύρων, εχόρευον κατά το συμπόσιον των θεών κτυπώσαι το έδαφος διά των χρυσών αυτών σανδάλων, ενώ ο γόνος του Δαρδάνου, ο εκ Φρυγίας Γανυμήδης, του οποίου το κάλλος ήτο εις τον Δία τόσον προσφιλές, ήντλει εκ των χρυσών κρατήρων το νέκταρ ! Τότε και αι πεντήκοντα κόραι του Νηρέως εχόρευον εις τους γάμους εκείνους ελισσόμεναι εν κύκλω παρά την λευκήν άμμον του αιγιαλού.

Εχόρευον δε ένοπλοι και εν τω μεταξύ εκρότουν τα ξίφη επί των ασπίδων και ανεπήδων κατά τρόπον ενθουσιώδη και πολεμικόν. Έπειτα οι επιφανέστεροι των Κρητών επιμελώς ασκηθέντες έγιναν άριστοι χορευταί, όχι μόνον οι απλοί πολίται αλλά και οι ανήκοντες εις ηγεμονικάς οικογενείας και πρωτεύοντες.

Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της: — Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι.

Είδατον ίσκιο μιας μυρτιάς Τον Όμηρο· και γύρα, Γύρα του τραγωδούσανε Τα έπη τους τόσοι άλλοι Διάσημοί μας ποιηταί, Και ταραχή μεγάλη Εγίνονταν, κι' ακούγονταν Η Ποίησι κ' η Λύρα. Είδα παρέκει ταις σκηναίς Όλων μας των Αγίων. Που κύκλον εσχημάτιζαν, Κι' αυτοίτη μέση, άλλοι Εχόρευον, κι' άλλ' έπαιζον. Αρχίνησε να ψάλλη Και τους ψαλμούς του ο Δαυίδ, Το θείον του βιβλίον.

Εδώ και εκεί μόνον όμιλοι ανθρώπων στεφανωμένοι με κισσόν έψαλλον και εχόρευον προ των στοών υπό τους ήχους του αυλού, απολαμβάνοντες την περίοδον των εορτών, ήτις παρετείνετο μέχρι πέρατος των αγώνων, και την έξοχον εκείνην νύκτα. Εν τοσούτω έφθασαν εις την οικίαν οι υπηρέται προειδοποιηθέντες υπό τινος δούλου, είχον εξέλθει εν σώματι προς συνάντησίν των.

Εσχηματίζοντο χοροί παίδων και εχόρευον υπό τους ήχους αυλού και κιθάρας, οι δε διακρινόμενοι εξ αυτών συνώδευον και με άσματα τον χορόν, και τα άσματα τα οποία εποιούντο διά τον χορόν εκαλούντο υπορχήματα, ήσαν δε πολυάριθμα.

Θα το κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής, εχόρευονόχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . . μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον.

Αρκεί μόνον να μάθη ο αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους υπό την νυμφικήν της στολήν.

Η δε πόλις είναι τόσον μεγάλη ώστε, κατά την διήγησιν αυτών τούτων των Βαβυλωνίων, οι μεν εις τα άκρα είχον ήδη περικυκλωθή, οι δε εις το κέντρον κατοικούντες δεν ήξευρον ακόμη τίποτε. Ήτο ημέρα εορτής· οι μεν εχόρευον, οι δε διεσκέδαζον, και δεν διέκοψαν τας διασκεδάσεις των ειμή όταν έμαθον την αλήθειαν. Και η μεν Βαβυλών ούτω τότε πρώτον εκυριεύθη.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν