United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι φίλοι δυσηρεστούντο διά ταύτα και τον συνεβούλευον λέγοντες τα εξής· «Ω βασιλεύ, δεν αρμόζει να ζης τοιουτοτρόπως εξευτελιζόμενος τόσον πολύ· έπρεπεν, ως άνθρωπος σεμνός και επί θρόνου σεμνού καθήμενος, να ενασχολήσαι δι' όλης της ημέρας εις υποθέσεις. Τοιουτοτρόπως δε και οι Αιγύπτιοι θα ανεγνώριζον ότι κυβερνώνται υπό μεγάλου ανδρός, και συ θα τους ήκουες να σε επαινώσι περισσότερον.

84. »Κανείς δε ας μη νομίση ότι, χωρίς να έχωμεν συμφέρον τι, φροντίζομεν διά σας· μάθετε ότι ενόσω διατηρείτε πολιτικήν ύπαρξιν και ενόσω έχετε αρκούσας δυνάμεις, όπως αντέχετε εναντίον των Συρακουσίων, τα στρατεύματα, τα οποία θα στέλλουν εις τους Πελοποννησίους, δεν θα μας βλάπτουν πολύ· υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην το συμφέρον μας συνδέεται στενώτατα με το ιδικόν σας.

Να ζήσης φίλε, κυρ Ταλιαπιέρα· Ευτυχισμένος καιρόν πολύ· Και πάσα νύχτα, και πάσα ημέρα Οχ τη ζωή σου να είναι καλή, Αφήτε, φίλοι, τη χασομέρια, Ανοίξτε στόμα, κι' απλώστε χέρια· Απλώστε πάρτε, κιαπέ βουτάτε Στο μέλι μέσα προμού να φάτε. Παιδί μου, κέρνα το ποτηράκι, Μη το γιομίζης, από λιγάκι. Δεν είν' του κράσου αυτό το αίμα, Πολύ να πιούμε· μον' είν' το πνέμα.

Άμα ενύκτωσεν, έφερε και έδεσεν εις τα προάστειον μίαν φοράδα την οποίαν ο ίππος του Δαρείου ηγάπα πολύ· έπειτα έφερε και τον ίππον εκείνον, και αφού πρώτον τον περιήγαγε πολλάκις περί την φοράδα, πλησιάζων αυτόν μέχρι προστριβής, τον αφήκε τέλος να την οχεύση.

Ο σύντροφός τους έφυγε από προχτές. Ένα σύντομο τηλεγράφημα τον ανάγκασε ν' αφήση στη μέση τις μελέτες του. Για τούτο λυπήθηκε πολύ· μα και τι να κάμη; Ο άνθρωπος του νου, όσο κι αν θελήση, δε θα πάψη ποτέ να είνε άνθρωπος και της σάρκας. Κ' η σάρκα — π' ανάθεμά τη! — έχει πολλές απαίτησες. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο.

Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος.

Ο βεζύρης επήγε να δώση είδησιν της Χαλιμάς, πως την έταξε του βασιλέως· η Χαλιμά εδέχθη τούτο το χαροποιόν μήνυμα με μεγάλην αγαλλίασιν, και ευχαρίστησε τον πατέρα της πολύ· αλλά βλέποντάς τον πολύ λυπημένον του λέγει, διά να χαρή, και να μη λυπάται διότι την υπάνδρευσε με τον βασιλέα, ούτε θέλει μεταννοήσει εις τούτο, μάλιστα να είνε βέβαιος, ότι θέλει χαρή εις το επίλοιπον της ζωής του.

Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! — Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.

Εγώ πρώτον εις τοιαύτην φωνήν εφοβήθην πολύ· Έπειτα λαμβάνοντας θάρρος, έλαβα την μίαν λαμπάδα· και έτρεξα προς το μέρος που ηκούετο η φωνή· και περνώντας από διάφορες θύρες, έφθασα εις ένα δωμάτιον, και εκεί εύρον έναν νέον γονατιστόν να προσεύχεται, αναγινώσκοντάς μεγαλοφώνως το βιβλίον του προφήτου, έμπροσθεν του οποίου ήσαν πολλές λαμπάδες αναμμένες και το βιβλίον επάνω εις ένα σκαμνί μαλαματένιον.

Και το μεν κέρας του Αριστέως και όσοι ήσαν περί αυτόν εκλεκτοί Κορίνθιοι και άλλοι έτρεψαν εις φυγήν τους απέναντι των εχθρούς και κατεδίωξαν αυτούς επί πολύ· το άλλο όμως στρατόπεδον των Ποτειδαιατών και Πελοποννησίων ηττήθη υπό των Αθηναίων και κατέφυγεν εις το τείχος.