United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα.

Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτιτην αυλή σιμάτο μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουντην πατρίδα». 350

Οι Αργείοι θα αποδώσουν εις τους Ορχομενίους τα τέκνα των, εις τους Μαιναλίους τους άνδρας τους οποίους είχαν συλλάβη αιχμαλώτους και εις τους Λακεδαιμονίους τους άνδρας τους οποίους είχαν συλλάβη εις την Μαντίνειαν, θα εξέλθουν εκ της Επιδαύρου και θα κατεδαφίσουν το τείχος το οποίον είχαν εγείρη.

Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• κ' ήλθε πλησίον η θεά, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• εστάθηκετο αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαντην στάνη τρομασμένοι. ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. και απ' την καλύβατην αυλή σιμάτο μέγα τείχος 165 ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».

Το τείχος εκείνο, ως έλεγαν ο Θηραμένης και οι μετ' αυτού, δεν ωκοδομείτο προς τον σκοπόν να κλείση την είσοδον του Πειραιώς εις τους Αθηναίους της Σάμου, αλλά μάλλον διά να δέχωνται, όταν θέλουν, τους εχθρούς και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Είναι δε η Ηετιώνεια κατωφερής ακτή του Πειραιώς, πλησίον της οποίας ανοίγεται αμέσως ο λιμήν.

Προσέβαλον το τείχος, και είχον υπερβή τον πύργον όστις υψούται πλησίον της θαλάσσης, εις την είσοδον του προαστείου, όταν ο Πολυκράτης, ελθών μετά πολλής δυνάμεως, απεδίωξεν αυτούς.

Τότε ενθυμήθη τους λόγους του Βαβυλωνίου όστις κατά την έναρξιν της πολιορκίας είχεν ειπεί ότι θα κυριευθή το τείχος όταν γεννήσωσιν ημίονοι, και έκρινεν ότι ηδύνατο τέλος να κυριευθή η Βαβυλών, καθότι επίστευεν ότι κατά θείαν βούλησιν ο Βαβυλώνιος είπε τον λόγον εκείνον και εγέννησεν η ημίονός του.

Εν τούτοις τω έδωκαν χιλίους οπλίτας, τους οποίους επεβίβασεν επί των πλοίων και οι οποίοι εισελθόντες εις την πόλιν έσωσαν αυτήν· διότι, επειδή ήτο μεγάλον το τείχος και ολίγοι οι αμυνόμενοι, υπήρχε φόβος ότι δεν ήθελεν ανθέξει.

Πρέπει δε προς τούτοις να είπω πού εχρησίμευσε το χώμα της τάφρου και πώς εκτίσθη το τείχος. Ενώ έσκαπτον την τάφρον, συγχρόνως κατεσκεύαζον πλίνθους εκ των χωμάτων τα οποία εξήγον, και άμα εσωρεύετο αρκετή ποσότης τοιούτων πλίνθων έψηνον αυτούς εις καμίνους, και έπειτα, μεταχειριζόμενοι αντί πηλού θερμήν άσφαλτον, εστοίβαζον τριάκοντα σειράς πλίνθων και μίαν σειράν καλάμων πλεκτών.

Αυτός πρώτος ετόλμησε να είπη εις τους Αθηναίους να επιδοθούν εις τα ναυτικά, και συνετέλεσεν ευθύς εις την αποκατάστασιν της ηγεμονίας των. Κατά την συμβουλήν του λοιπόν έδωκαν εις το τείχος το πάχος εκείνο, όπερ και σήμερον ακόμη φαίνεται περί τον Πειραιά. Δύο άμαξαι, αντίθετα προς αλλήλας διευθυνόμεναι, εκόμιζον τους λίθους.