United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλαι αι οδοί συναντώσι το εσωτερικόν τείχος, και εις την άκραν εκάστης υπάρχει μικρά πύλη· ώστε όσαι πύλαι είναι, τόσαι και αι οδοί. Ήσαν δε και αυταί χάλκιναι και ηνοίγοντο επί του ποταμού. Το εξωτερικόν τείχος είναι ο θώραξ της πόλεως· ο εσωτερικός τοίχος, μόλις αδυνατώτερος, είναι στενώτερος.

Εις το μεταξύ των δεκαέξ τούτων ποδών διάστημα ήσαν κτισμένα οικήματα μοιρασμένα εις τους φύλακας, και ήσαν τοσούτον συνεχή, ώστε εφαίνοντο ως έν τείχος παχύ έχον αμφοτέρωθεν επάλξεις.

Τώρα λοιπόν ημείς μεν, αναγκασθέντες υπό του πλήθους των εναντίων να διακόψωμεν τον περιτειχισμόν, μένομεν ησυχάζοντες, και μη δυνάμενοι να μεταχειρισθώμεν όλον τον στρατόν ημών, διότι η φύλαξις των τειχών μας αφαιρεί μέρος των οπλιτών, οι δε εχθροί οικοδόμησαν απλούν τείχος, παραλλήλως του ιδικού μας, εις τρόπον ώστε, εάν δεν επιτεθώμεν κατά του παρατειχίσματος τούτου μετά πολλού στρατού, διά να το κυριεύσωμεν, δεν υπάρχει πλέον τρόπος να τους περιτειχίσωμεν.

Οι δε Αθηναίοι οίτινες ήσαν επί των εκατόν πλοίων των πεμφθέντων περί την Πελοπόννησον, καθώς και οι Κερκυραίοι οι ελθόντες μετά πεντήκοντα πλοίων προς βοήθειάν των, καί τινες άλλοι σύμμαχοι των παραλίων εκείνων κατέστρεψαν κατά τον περίπλουν των πολλά μέρη και αποβάντες εις την Μεθώνην της Λακωνίας προσέβαλον το τείχος αυτής, το οποίον ήτο ασθενές και εστερείτο ανθρώπων.

Επιλαμβανόμενοι παντός πράγματος μετά ζήλου, έπεμψαν αμφότεροι πρέσβεις και εις τας πόλεις της Θράκης και προς τον Περδίκκαν πείσαντες αυτόν να εισέλθη εις την συμμαχίαν των. Επί τέλους ανενέωσαν τους μετά των Χαλκιδέων αρχαίους όρκους των και προσέθεσαν νέους. Έπεμψαν δε οι Αργείοι πρέσβεις και προς τους Αθηναίους προσκαλούντες αυτούς να εκκενώσουν το τείχος της Επιδαύρου.

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Κατά την επομένην νύκτα οι Συρακούσιοι επρόφθασαν να οικοδομήσουν το τείχος των πλησίον του τείχους των Αθηναίων και το προεξέβαλαν μάλιστα· τοιουτοτρόπως οι μεν Συρακούσιοι δεν είχαν πλέον να φοβώνται άλλο εμπόδιον εκ μέρους των Αθηναίων, ενώ ούτοι, έστω και αν ενίκων, δεν θα ηδύναντο πλέον να τους περιτειχίσουν.

Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος και ο Πολυλαμπής». Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.

Προ πολλού μελετώντες ν' ανοίξουν τας πύλας έπεισαν τον διοικητήν να τοις επιτρέψη να μεταφέρουν διά νυκτός και εφ' αμάξης διά της τάφρου και μέχρι της παραλίας έν ακάτιον με δύο κώπας, διά του οποίου διέτρεχαν την θαλασσαν ως πειραταί· άμα δε εξημέρωνε το επανέφερον πάλιν εις το τείχος διά της αμάξης και το εισήγον διά των πυλών.

Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αμπρακιώται, συμφώνως με την υπόσχεσιν, την οποίαν είχον δώσει εις τον Ευρύλοχον διά να κρατήση τον στρατόν του, εξεστράτευσαν κατά του Αμφιλοχικού Άργους μετά τρισχιλίιων οπλιτών και εισβαλόντες εις την Αργείαν κατέλαβον τας Όλπας, τείχος ισχυρόν επί λόφου πλησίον της θαλάσσης, το οποίον κτίσαντες άλλοτε οι Ακαρνάνες μετεχειρίζοντο ως κοινόν δικαστήριον· απέχει δε τούτο εικοσιπέντε σταδίους από της πόλεως των Αργείων, η οποία είναι παραθαλασσία.