United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ' εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.

Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαντα ωραία δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 άμα τον είδετην μορφήν όμοιον των αθανάτων, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων 'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 «Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. αλλ' όμως θα σου τον ειπώτον νου μ' ως αναφαίνει. πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· σκύλος ζαρκάδι παρδαλότα εμπροσθινά του εκράτει κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατοντο σώμα, κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινετο πλοίο, ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός τουτην ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».

Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη σκέπη.

Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη! Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του. Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.

Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου αντιπάλου του: — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ- Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.

Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά: — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ; Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν.