United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το αλλόκοτον τούτο διεφαίνετο κατ' εξοχήν είς τινας τύπους των τότε Ερμουπολιτών, οίτινες ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις ηθογράφον ή και εις γελοιογράφου την γραφίδα, εάν δεν εξημβλύνετο η συναίσθησις του γελοίου εν μέσω της γενικής ακαταστασίας και της προσφάτου έτι μνήμης της πανωλεθρίας, εκ της οποίας προέκυψεν ο συνοικισμός της Ερμουπόλεως.

Αλλ' αίφνης εκάρφωσε τους πόδας μου εις το έδαφος η σκέψις ότι, αν την εξύπνιζα, θα διεδέχετο το γλυκύ εκείνο μειδίαμα μορφασμός δυσαρεσκείας, έν χάσμημα, έν ουφ! και έν γύρισμα της πλάτης. Ουδέ θα ήτο όλως αδικαιολόγητος η τοιαύτη υποδοχή, αφού μόλις προ μιας ώρας είχε κατακλιθή και διεφαίνετο ήδη διά των χαραμίδων του παραθύρου το θολόν φως χειμερινής πρωίας.

Η μαύρη γη, που ο χείμαρρος του βουνού είχεν αποθέσει επάνω εις τον Παγώνα, του έδιδεν όψιν συμπεφυρμένην· εν τοσούτω διεφαίνετο ο κιτρινοπράσινος υαλώδης κρυσταλλωμένος πάγος.

Τα δάκρυα εστενοχώρουν τους μεγάλους αλλά βαθουλούς πως οφθαλμούς της γραίας, η ανατολική της οποίας καλλονή μόλις διεφαίνετο πλέον επί του μαραμένου προσώπου της. — Και τόσο γερό που είναι το παιδί μου, επρόσθεσεν έπειτα, πάλε δόξα σοι ο Θεός! — Μόνον ολίγον χλωμός που είναι, τη είπον εγώ προς παρηγορίαν. Αλλοιώς είναι γερό παιδί. — Γερό, ανεστέναξεν εκείνη. Γερό, αλλά τι το θέλω!

Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Διά του όγκου και της τραχύτητος των προσκαίρων αυτής χαρακτηριστικών διεφαίνετο ακριβώς περιγεγραμμένος ο τύπος εκείνος, όστις καλλωπίσας άλλοτε την παιδικήν αυτής τρυφερότητα, έμελλε μετ' ολίγον να θριαμβεύση του ανόστου επαμφοτερισμού της μεταβατικής περιόδου εν τη ηλικία της. Όταν ο κ.

Αλλά θα ομολογήσω και κάτι άλλο, ότι και αν δεν ήτο τόσον απελπιστική η κατάστασίς της, αλλά διεφαίνετο κάποια ελπίς σωτηρίας, πάλιν θα εδίσταζα να επιχειρήσω την θεραπείαν και να της δώσω φάρμακα, διότι θα εφοβούμην την τύχην και την δυσφήμισιν.