United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τη ερημία εκείνη δεν ηκούετο παρά μόνον ο μακρυνός θόρυβος της πυρκαϊάς. — Λίγεια! Αίφνης ήλθεν εις τα ώτα του η πένθιμος εκείνη φωνή, την οποίαν είχεν ακούσει άλλοτε εις τον κήπον τούτον. Εις την γειτονικήν συνοικίαν το πυρ είχε μεταδοθή εις το θηριοτροφείον το εγγύς του ναού του Ασκληπιού και τα θηρία ήρχισαν να βρυχώνται. Ο Βινίκιος εφρικίασεν από κεφαλής μέχρι ποδών.

Η πένθιμος είδησις την εύρε την κυρά Λιμπέριαιναν προσευχομένην, γονατιστήν, εμπρός εις την Τριχειρούσαν της, ενώ το παιδίον, το νήπιον, εκλαυθμύριζεν άυπνον μέσα εις την κούνιαν του παραδέρνον.

Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Ο καιρός εν τοσούτω ήτο τραχύς, φαιός, βροχερός και βαρύς. Τα σύννεφα κατέπιπτον σαν πένθιμος πέπλος από τα ύψη των βουνών και περιέβαλλον την ακτινοβολούσαν κορυφήν.

Κάμψας την βορείαν άκρανρίπτει το βλέμμα του προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη, υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον εκραύγασε: — Καπετάν-Παρμάκη! — Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης.

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό! Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς.

Φρικιώμεν υπό την βίαν της μάχης, η οποία θέτει εν ημίν εις αγώνα το ωρισμένον και το αόριστον, την πραγματικότητα και την σκιάν. Αλλ' εάν η μάχη έφθασεν εις αυτό το σημείον, τότε θα υπερισχύση η σκιά, μάτην δε αγωνιζόμεθα. Η καμπάνα αντηχεί, είναι η πένθιμος κωδονοκρουσία της παρελθούσης ευτυχίας μας. Είναι ακόμη η κραυγή του πετεινού διά την σκιάν που τόσον μας παρέλυσεν.

Και προσέθηκεν: — Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη, λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει. — Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός κόλπους, βραχνή, πένθιμος. Πρωί-πρωί. Χαράματα.

Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν. Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον.

Κατά την εξήγησιν δε την οποίαν μου έδωκεν ο ερμηνευτής της εικόνος, εκ τούτων η μεν μία ήτο η Επιβουλή, η δε άλλη η Απάτη. Κατόπιν ήρχετο μία άλλη της οποίας ο ιματισμός ήτο πολύ πένθιμος• εφόρει μαύρα και είχε τας παρειάς κατασπαραγμένας, νομίζω δε ότι αυτή ελέγετο Μεταμέλεια• και εστρέφετο προς τα οπίσω δακρύουσα και με εντροπήν μεγάλην και συνεσταλμένη έβλεπε προς την πλησιάζουσαν Αλήθειαν.