United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος.

Εις τους νέους αφορμή γίνεται κατά το πλείστον η πληθώρα των χυμών• τους δε γέροντας πολλάκις είτε διαβολή εξερεθιστική, είτε οργή παράλογος κατά των οικείων αφού κατά πρώτον τους φέρει εις ταραχήν του λογικού, ολίγον κατ' ολίγον τους ρίπτει εις μανίαν.

Το πανόραμα των κακουργημάτων του Ντεσκερέ εκτυλίσσεται ενώπιον του κακουργιοδικείου Ναυπλίου, ο κόσμος παρακολουθεί το θέαμα και ο ληστής, μη δυνάμενος να ρίψη σφαίρας κατά της πολιτείας και της δικαιοσύνης, ρίπτει περιφρονητικά σκώμματα κατά των νόμων, οίτινες τον θεωρούν Λερναίαν Ύδραν. — Ποιος θα μου δανείση τώρα μίαν άλλην κεφαλήν, διά να εκτελεσθή η δευτέρα θανατική ποινή;

Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν• διότι, όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεν άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ. 4.

Διότι πώς είναι δυνατόν να αγνοή τον εαυτόν του; Αλλά την πράξιν είναι δυνατόν να αγνοή κανείς, καθώς πολλοί συνήθως λέγουν ότι τους εξέφυγε η λέξις από το στόμα, ή ότι δεν εγνώριζαν ότι ήτο μυστικόν, καθώς ο Αισχύλος διά τα Ελευσίνια μυστήρια , ή ότι ήθελε απλώς να δείξη τον χειρισμόν του όπλου και το έρριψε, καθώς εκείνος ο οποίος ρίπτει τον καταπέλτην.

Φοβερόν πράγμα είνε η άγνοια και πολλών κακών γίνεται πρόξενος εις τους ανθρώπους, διότι ρίπτει επί των πραγμάτων ως μίαν ομίχλην και την αλήθειαν αμαυρόνει και την διαγωγήν εκάστου ανθρώπου επισκοτίζει.

Και τόσον λοιπόν κρονόληρος κατήντησες, Σωκράτη, είπεν ο Διονυσόδωρος, ώστε να έρχεσαι να μας επαναλαμβάνης τώρα εκείνα που είπαμεν εις την αρχήν; και αν είπα τίποτα πέρυσι θα το ενθυμηθής τώρα, με αυτά όμως που σου λέγω αυτήν την στιγμήν δεν ηξεύρεις τι να κάμης; — Διότι, είπα εγώ, είναι πολύ δύσκολα· και φυσικά, αφού τα λέγουν άνθρωποι τόσον σοφοί· και αυτό που είπες τώρα τελευταία είναι όχι ολιγώτερον δύσκολον, και πράγματι δεν ηξεύρω τι να κάμω· διότι τι θέλεις να είπης με αυτό το: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης&, που μου λέγεις, Διονυσόδωρε; ότι δηλαδή δεν ημπορώ να αναιρέσω τα επιχειρήματά σου; διότι, ειπέ μου, τι άλλο εννοεί αυτή η φράσις σου: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης& με τον λόγον μου; — Ακριβώς αυτό που λέγεις, πως είναι πολύ δύσκολον να κάμης τίποτε· διότι, έλα να σ' ερωτήσω. — Πριν να μου απαντήσης εσύ, Διονυσόδωρε; — Πώς, δεν θέλεις να αποκριθής λοιπόν; — Μα είναι δίκαιον αυτό; — Και βέβαια είναι. — Και για ποιο λόγο; ή επειδή ίσως μας ήλθες εδώ πράγματι σοφώτατος εις την τέχνην των λόγων και γνωρίζεις πότε πρέπει να αποκρίνεται κανείς και πότε δεν πρέπει; έτσι και τώρα δεν θα απαντήσης ουδέ λέξιν, επειδή γνωρίζεις ίσως ότι δεν πρέπει; — Εξακολουθείς να φλυαρής, βλέπω, και ξεχνάς να αποκριθής· μα έλα, καλέ μου, κάμε αυτό που σου λέγω, και απάντησέ μου, αφού το ομολογείς πως είμαι σοφός. — Ας υπακούσω λοιπόν, αφού είναι ανάγκη, καθώς φαίνεται· εσύ είσαι ο κύριος, λοιπόν εις τας διαταγάς σου, ερώτα με. — Λέγε μου, εκείνα που εννοούν είναι όσα έχουν ψυχήν, ή εννοούν και τα άψυχα; — Όχι, εκείνα που έχουν ψυχήν μόνον. — Και μήπως ηξεύρεις κανένα λόγον, καμμίαν φράσιν, που να έχη ψυχήν; — Όχι, μα την αλήθειαν. — Πώς λοιπόν με ηρώτησες προ ολίγου: τι εννοεί η φράσις σου; — Τι άλλο, παρά θα έκαμα αυτό το λάθος, καθώς φαίνεται, από βλακείαν μου· ή μήπως δεν έκαμα λάθος, αλλά είναι και αυτό σωστόν, που είπα πως εννούν και οι λόγοι; τι λέγεις και συ, έκαμα λάθος ή όχι; διότι αν δεν έκαμα, ουδέ συ θα με εξελέγξης, με όλην σου την σοφίαν, ούτε θα ημπορέσης να κάμης τίποτε με αυτό που είπα· αν δε έκαμα λάθος, ουδέ τότε πάλιν θα έχης δίκαιον, αφού υπεστήριξες ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να απατηθή· και δεν θα ειπής βέβαια τώρα, ότι με αυτά που λέγω, αναφέρομαι εις πράγματα που έλεγες πέρυσι· αλλά μου φαίνεται, Διονυσόδωρε και Ευθύδημε, ότι αυτός ο λόγος μένει πάντοτε εις την θέσιν του, και ότι, όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, ενώ ρίπτει καταγής τους άλλους, πίπτει όμως και ο ίδιος· και αυτή δε η τέχνη σας δεν έχει εύρη ακόμη τρόπον, ώστε να μη συμβαίνη αυτό, αν και είναι τόσον πράγματι θαυμαστή διά την λεπτολογίαν της.

Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.

Ιδού δε πώς γίνονται· το θύμα ίσταται όρθιον με δεδεμένους τους εμπροσθίους πόδας· ο δε θύων, ιστάμενος όπισθεν του κτήνους, σύρει το σχοινίον και το ρίπτει χαμαί. Ενώ δε πίπτει το ιερείον, αυτός επικαλείται τον θεόν προς τον οποίον θυσιάζει.

Οι δε Αιθίοπες και πολεμούν χορεύοντες και δεν ρίπτει βέλος ο Αιθίοψέχουν δε ως φαρέτραν την κεφαλήν των και περί αυτήν δένουν ακτινηδόν τα βέληεάν προηγουμένως δεν χορεύση και διά των χορευτικών κινήσεων απειλήση και προεκφοβίση τον εχθρόν.