United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο το πτώμα του δειλού Θανάση, ον ο αρχιληστής διεμέλισεν εν τη ληστρική οργή του. Οι μοναχοί, εις ους επεδείχθη υπό του δημάρχου, τον ανεγνώρισαν. Τόσην δ' αίσθησιν είχε προξενήσει εις αυτούς ο ληστής ούτος, ώστε και διαμελισμένον το σώμα τοις εφαίνετο ότι εκράτει ακόμη το τσιτσιρίζον τηγάνιον.

Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;

Μισήσαντες τον αθώον, ηγάπησαν τον ένοχον, και απήτουν την χάριν του Πραίτωρος ουχί διά τον Ιησούν, αλλά διά τον Βαραββάν, όστις ου μόνον ήτο ό,τι ψευδώς ισχυρίζοντο περί του Ιησού, αρχιστασιώτης, αλλά ληστής και φονεύς!

Δηλαδή όλοι χάριν κέρδους, και μάλιστα μικρού, υποφέρουν να ονειδίζωνται. Διότι όσοι λαμβάνουν μεγάλα ποσά, όχι όμως από όπου πρέπει, ούτε όσα πρέπει, δεν τους ονομάζομεν φιλαργύρους, καθώς λόγου χάριν τους τυράννους, όταν κυριεύουν πόλεις και γυμνόνουν τους ναούς, αλλά πονηρούς μάλλον και ασεβείς και αδίκους. Και όμως και ο παίκτης και ο λωποδύτης και ο ληστής ανήκουν εις τους φιλαργύρους.

Και ο απλούς κόσμος, λησμονών επί στιγμήν το αίμα το οποίον έχυσεν ο φοβερός ληστής μετά τόσης σκληρότητος, θαυμάζει την περιφρόνησίν του προς τον θάνατον και εις τα χείλη του ίσως έρχεται κανέν εκ των πολλών ασμάτων, δι' ων η λαϊκή μούσα απηθανάτισε τους μεγάλους ληστάς του παρελθόντος: Γόνα με γόνα κάθεται ο Καναδός κι' ο Γύφτος...

Πώς είν’ και τόλμησες μπροστά μου να ’λθης και να πατήσης του σπιτιού μου το κατώφλι, συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει, και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις.

Άδικος πράξις δεν είναι πάντοτε αδικία.& — Αλλά αφού συμβαίνει να αδική κάποιος χωρίς ακόμη διά τούτο να είναι άδικος ,ερωτώμεν ποία αδικήματα όταν εκτελέση κανείς, είναι πλέον άδικος εις έκαστον είδος αδικίας, λόγου χάριν κλέπτης ή μοιχός, ή ληστής; Ή νομίζει κανείς ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν; Βεβαίως έχει, διότι είναι δυνατόν να συνουσιασθή με γυναίκα, ενώ γνωρίζει ποία είναι αυτή, όχι όμως λόγω προαιρέσεως αλλά λόγω του πάθους.

Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουντο ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.

Η ζημία ζωής και χρημάτων, ην επροξένει ο επί τέλους αποθνήσκων επί της λαιμοτόμου ληστής, είνε αναξία παντός λόγου παραβαλλομένη προς την καταδίκην εις την πείναν ή την αυτοκτονίαν, ην επιβάλλει σήμερον ο ουδέποτε σχεδόν τιμωρούμενος τραπεζίτης εις ασυγκρίτως ανώτερον αριθμόν θυμάτων.

Πέριξ δε και εντός και εκτός εικονίζετο περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα Τάγματα των Αγγέλων και η Βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο Ληστής ο επί του Σταυρού ομολογήσας.