United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπετάν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι. — Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.

Φρίκη κρυφή διέτρεξε τα μέλη της Γερακούλας. Η μεγαλειτέρα ήτο 27 ετών, αι άλλαι ανά δύο έτη κατά σειράν μικρότεραι και η τελευταία 21 ετών. Όλαι εις την ακμήν του γάμου. Και ως από μυστικής τινος ορμής κινηθείσα η πτωχή μήτηρ, ήρχισε να μετρά επί των δακτύλων: μία, δύο, τρεις, . . . . Και εσταμάτησε κατηφής γενομένη, ως να εκάλυψε μαύρη σκέπη την γελόεσσαν του προσώπου της αίγλην.

Μόνον το μέγα της Γερακούλας κτήμα εξετείνετο κάτω εις το ρεύμα, και έν άλλο πλησίον, της γειτονίσσης της, καί τινα ακόμη προς την θάλασσαν κατά τας δυτικάς ακτάς της νήσου.

— Σ' το πιθάρι τους έχεις, θειά-Γερακούλα, τους γαμπρούς; ηρώτα γελώσα πάλιν και παίζουσα η Φανιώ. Η προσφιλεστέρα όμως ενασχόλησις της Γερακούλας και των θυγατέρων της ήτο η έξω εις τα κτήματα των εργασία.

Εις τον νηπτικόν όμως λογισμόν του ηγουμένου εξέλαμπε φαεινότερον ως μεγάλη πανηγυρική λαμπάς η λαμπρά επίνοια της Γερακούλας, υπό θείας αυγής φωτισθείσης την στιγμήν εκείνην εν τω δάσει, όπερ προϋποτίθησι την ευσέβειαν της γυναικός και της οικογενείας πάσης.

Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

Και ήκουεν ο γέρων και διηγούντο αι θυγατέρες κ' ενίοτε ετραγώδουν από τα σπάνια εκείνα και τρυφερά δίστιχα, τα οποία όλαι αι νεάνιδες του χωρίου εζήλευον εις τους γάμους. Και δεν υπήρξε πενθερά ήτις δεν κατέφυγε προς τας τέσσαρας της Γερακούλας θυγατέρας να της είπουν δίστιχα, διά να τραγουδήση την νύμφην της η μία, τον γαμβρόν της η άλλη.

Και τώρα μόλις ο δήμαρχος και ο ηγούμενος καθησυχάσαντες, τώρα κατά την δευτέραν αφήγησιν ησθάνθησαν πάσαν την λεπτότητα της επινοίας της Γερακούλας, θαυμάσαντες την ευστοχίαν αυτής και τόλμην.

Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής. Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.

Και επανέλαβε: — Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση. Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας. Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.