United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

Και κάμνουν και μαγείας. — Το κάμνετε και αυτό, γυφτοπούλα; — Αυτό το πιστεύω. — Τίποτε δεν αφήνουν. — Όλα τα διαβολικά εις ενέργειαν τα έχουν. — Τι ασυνείδητοι! — Και άλλα χειρότερα ακόμα. — Είνε και άλλα χειρότερα; — Βέβαια. — Σαν τι; — Αυτοί παίρνονται αναμεταξύ τους, αδελφός με αδελφή, πατέρας με κόρη. — Τι λέγεις! — Δεν το πιστεύεις; — Ερώτησε την Γυφτοπούλαν. — Γυφτοπούλα, είνε αληθές;

Το δε όνομα του Ηφαίστου πώς το εξηγείς; Σωκράτης. Μήπως ερωτάς διά τον ανδρείον του &φωτός πολυίστορα&. Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης. Λοιπόν αυτός δεν είναι εις τον καθένα φανερόν, ότι είναι &Φαίστος& και προσέλαβε το ήτα; Ερμογένης. Σχεδόν είναι, εκτός εάν τυχόν έχης και καμίαν άλλην γνώμην. Σωκράτης. Αν θέλης να μην έχω άλλην γνώμην, ερώτησέ με διά τον Άρη. Ερμογένης. Σε ερωτώ. Σωκράτης.

Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν εις τον βασιλέα.

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.

Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν εφόνευσε το βρέφος.

Μα αυτή σηκώνοντάς με μέ εξέτασε τι όνομα έχω, και από ποίον τόπον είμαι, και πώς έτυχα και έπεσα εις τας χείρας της αδελφής της. Εγώ της απεκρίθηκα εις όσα με ερώτησε, χωρίς να της κρύψω το παραμικρόν. Και τελειώνοντάς την ομιλίαν μου αυτή μου είπεν·

Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα;

Αυτούς εννοώ αν κανείς έως τόρα τους εσυλλογίσθη και ερώτησε τον εαυτόν του πόσα κάμνουν, και αν άλλος μεν ενόμισε ότι κάμνουν ένδεκα, άλλος δε δώδεκα, ή όλοι λέγουν και νομίζουν αυτούς ότι κάμνουν δώδεκα; Θεαίτητος. Όχι μα τον Δία, αλλά παρά πολλοί τους νομίζουν ότι κάμνουν και ένδεκα. Εάν μάλιστα δοκιμάση κανείς με μεγαλειτέρους αριθμούς θα κάμη μεγαλείτερον λάθος.

Πώς όμως και εις τα δύο αυτά και εις τα άλλα απεδώσαμεν έν όνομα, δηλ. την αρετήν, αυτό πλέον δεν είναι εύκολον. Πώς εννοείς; Δεν είναι δύσκολον να εξηγήσω τι εννοώ. Δηλαδή ας μοιρασθώμεν μεταξύ μας την ερώτησιν και την απάντησιν. Πώς το εννοείς τούτο πάλιν; Ερώτησέ με πώς θεωρούμεν έν την αρετήν και έπειτα πάλιν τα εθεωρήσαμεν αυτά τα δύο ας δύο, το έν μεν ως ανδρείαν, το άλλο δε ως φρόνησιν.