United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια, εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά; επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.

Ο αρχιστράτηγος βλέπων την ελεεινήν ταύτην κατάστασιν και επιθυμών να κάμη καμμίαν διόρθωσιν, επροσκάλεσεν εις συμβούλιον όλους τους αξιωματικούς και τους ερώτησε πώς ηδύνατο να κάμη σταθερόν το στρατόπεδον και ν' αποφύγη τον κίνδυνον της διαλύσεως.

Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!

Δίδοντας λοιπόν αυτό το θέλημα, εσηκώθη και επήγεν εις το χαρέμι, εκεί που ήτον η Ζωμπαΐδα η γυναίκα του, η οποία βλέποντάς τον έτσι θυμωμένον τον ερώτησε το αίτιον· αυτός της εδιηγήθη τα όσα ο βεζύρης του είπε, και πως αποφάσισε να τον θανατώση διά την τόλμην που έλαβεν.

Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου.

Πρώτον βεβαίως, διότι νομίζομεν, ότι μας ενόησεν αυτός ο οποίος ερώτησε από την απάντησίν μας, όταν του είπαμεν η λάσπη, και επροσθέσαμεν είτε η λάσπη των κοροπλαστών είτε η λάσπη άλλων οποιωνδήποτε εργατών. Ή μήπως φρονείς ότι εννοεί ο άλλος ένα όνομα, όταν δεν γνωρίζη την σημασίαν του; Θεαίτητος. Διόλου μάλιστα. Σωκράτης.

Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός.

Αυτοί έμειναν έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες χαρές και εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια και άλλα χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά ποίαν αιτίαν εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν.

Οι σοφοί του γένους έχουν όλην την προθυμίαν για να το φωτίσουν, και είναι άξιοι να το κατορθώσοιν, μόνε λείπει ο τρόπος: αφορμής, οπού λείπει η γλώσσα για να συγγράψουν. Πώς! αποκρίθηκε ο Γέροντας, και δεν είναι η κοινή γλώσσα όλου του γένους! ο Λογιότατος, ύστερ από την συνηθισμένην του συλλογή, αυτή η Γλώσσα, είπε, θέλει διόρθωμα πρώτα. Και σαν τι διόρθωμα θέλει, παρακαλώ; ερώτησε ο Γέροντας.

Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής. Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.