United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνο όμως από την κόχη του βράχου επρόβαλεν άλλος βουτηχτής. Έτρεχε κ' εκείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο ένας δρασκελιά ο άλλος έσμιξαν και οι δυο. Ο πατέρας σου όμως επρόφτασε κ' έβαλε το πόδι απάνω του. — Τι θες εδώ; ρωτάει τον άλλον με νοήματα· είνε δικό μου· εγώ το πρωτόειδα. — Μπα· κάνει ο άλλος· είνε δικό μου· τα φύλαγα από προχτές. Κάμε πέρα. — Δεν με κουνάς αποδώ ούτε με φουρνέλο.

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

Τέλος θέλεις από τον θεό, θέλεις από τα μαγικά της Μπέησας απόχτησαν ένα παιδί·μια μπεοπούλα παρόμοια της Ηλιογέννητης. Οι γονέοι της δεν είχαν πλέον πού να κρύψουν τη χαρά τους, πώς να προφυλάξουν από κάθε κακό το ακριβό τους απόχτημα. Δεν επρόφτασε να γίνη δέκα χρονών και άρχισαν τα προξενιά.

Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να εξέσπασεν ηφαίστειο.

Καλύβα!... Βακογιάννη!... Δέκα χιλιάδες με κρατούν... Σχωράτε με... πεθαίνω. Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο Πούχανε βγη τα δυο θεριά και τάχε αρπάξει η φλόγα. Κρύβεται ο ήλιοςτα βουνά. Τα πλάγια σκοτειδιάζουν Και μένουν έρμα τα Θερμιά... Νεκρύλα... βουβαμάρα.

Κι όταν τον επρόφτασε που μόλις έμπαζε τη Χλόη, κι αυτή την παίρνει και τους άλλους χωριάτες τους ετσάκισε στο ξύλο· ύστερα ήθελε να τόνε σέρνη δεμένο καθώς σκλάβο από κανένα πόλεμο· και θα τον έσερνε, αν δεν επρόφταινε να λακίση.

Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».