United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αμέσως μια σαΐτα ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος 865 δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει 868 στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός.

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

Γιατί το Έθνος είτανε νέο, κι άρχιζε ποίηση να τους γυρεύη. Άξαφνα, εκεί που από τη μια την πλευρά της Ρωμιοσύνης ο δασκαλισμός μετάφραζε το Ρακίνα, ή έκλεβε το Βερανζέρο, πετιέται από την άλλη ως τα μεσούρανα ένα μετέωρο και γεμίζει τον κόσμο ουράνιες φλόγες.

Και τώρα το νοιώθουμε πώς δυνήθηκε ο Χρυσόστομος με μονάχη την παρουσία του να μποδίση στρατό κι όχλο να σύρουν τον Ευτρόπιο αποκάτω από την Αγιατράπεζα ύστερ' από ένα χρόνο, τότες που κατρακυλήστηκε από τα μεσούρανα της δόξας του ο Ευνούχος.

Και σύρτε μάστε στα λογγά όσα μπορείτε ξύλα, π' ολονυχτύς πολλές φωτιές ως να χαράξει η μέρα να καίμε, και μεσούρανα να φτερουγίζει η λάμψη, μήπως οι άκουροι Αχαιοί βαρθούν και νύχτα ακόμα 510 πας στα πλατιά της θάλασσας να μας ξεκόψουν στήθια.

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.

Ήταν έτοιμος να ρίξη τ' άρματα, έτοιμος να μολογήση την κακογνωμιά του και να ζητήση συμπάθειο· έτοιμος ν' απλώση χέρι στο έλεός μου. Μα τη γλύτωσε. Ήρθε στα χείλη του γκρεμού κι αντί να πέση μέσα ψήλωσε στα μεσούρανα. Πλούτη, δόξα, τιμές σωριάστηκαν απάνου σ' αυτόν τον κάβουρα!

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου.