United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τραγουδεί η Πεντάμορφη μέσα στον ύπνο της: «Όποιος μπορεί να περάση απ' τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού και να χυθή και να μ' αγκαλιάση σαν το φως του γαλαξία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που λιγοθυμάει το φως στα νυσταγμένα τα λουλούδια, ήλθε ο μάγος, ο λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη.

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειάτου ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.

Γιατί είναι η αθάνατη αγκάλη, που η Ελλάδα μας, η μητέρα του παληού καλού καιρού εφύλαξεν εις τα κατάβαθα της γης, για ν' αγκαλιάση σήμερα τα νέα παιδιά της, δυναμωμένα και γερά και να τα στεφανώση ήρωας.... Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς θαυμάσια ιδέα!

Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασετότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.

Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκητα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.

Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• τι το 'χαντην ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, αλλ' ο Οδυσσηάςτα δώματα του Δηιφόβου εχύθη μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520

Μα έβγαινε από κείνο το σακκί κάποια ψυχή άπλαστη κι αράθυμη. Όσο τον πρόσεχε ο Χαγάνος τόσο ανησυχούσε. Ο Θεομίσητος ήταν απαράλλαχτος με το χωριάτη που είδε στ' όνειρό του. Μα τι περίεργο! Ανησυχούσε όχι όμως και πολύ· του φαινόταν πως έβλεπε συγγενή του. Ήταν έτοιμος να του σφίξη το χέρι, να τον αγκαλιάση σαν αδερφό. Θυμήθηκε όμως την πράξη του και τον κυρίεψε ο θυμός.