Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλά — καλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.
Μα έβγαινε από κείνο το σακκί κάποια ψυχή άπλαστη κι αράθυμη. Όσο τον πρόσεχε ο Χαγάνος τόσο ανησυχούσε. Ο Θεομίσητος ήταν απαράλλαχτος με το χωριάτη που είδε στ' όνειρό του. Μα τι περίεργο! Ανησυχούσε όχι όμως και πολύ· του φαινόταν πως έβλεπε συγγενή του. Ήταν έτοιμος να του σφίξη το χέρι, να τον αγκαλιάση σαν αδερφό. Θυμήθηκε όμως την πράξη του και τον κυρίεψε ο θυμός.
Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος.
Εμείς είμαστ' εμείς και πρέπει να μιλήσουμε αλλοιώτικα. — Πώς; τον ρώτησε με αναμπαιχτικό χαμόγελο ο Αριστόδημος. — Όπως μιλάει ο Πέτρος ο Θεομίσητος. — Ουφ! έκαμε βαρυανασαίνοντας σα να είχε τη Μόρα στο στήθος του. — Το ξέρω· δε σ' αρέσει τέτοια κουβέντα γιατί θέλει κόπους. Τα βιβλία δεν έκαμαν άλλο παρά να δυναμώσουν τη φυσική οκνάδα σου. Για τούτο κ' εγώ τους γύρισα τις πλάτες.
Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του. — Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα. — Ας έμπη! Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος.
Σε κάνα — δυο χρόνια θα ρίξη τον ίσκιο του ίσα στο περβόλι σου. Να πάρης, λέω, τα μέτρα σου από τώρα μη σου ξεράνη τα κλήματα... — Α! τάχω φυλαμένα και δε φοβάμαι, τ' απάντησε μ' αδιαφορία εκείνος. — Κι αν τα ξεράνη, τάχα δεν τα ξεκολλώνομε; είπε ο Μπαλαούρας. Κ' εμείς δουλειά θέλουμε. — Δε θα σε βάλω σε κόπο· είπε σε κείνον ο Θεομίσητος.
Αλλ’ όμως δεν ήτον δυνατή η κτυπιά. Κι από το χέρι τούτο κυλιέται στου άρματος ύπτιος τη μέση. Και τους σκοτώνω όλους εγώ. Αν τώρα τούτος ο ξένος με τον Λάιον έχει να κάμη, ποιος είν’ ελεεινότερος από με; Ποιος θε νά ’ναι θεομίσητος πλέον από μένα που μήτε οι ξένοι ούτε κανείς από τους Θηβαίους στο σπίτι του να δέχεται ταιριάζει εμένα; Αλλ’ είναι ανάγκη μακριά από κάθε σπίτι να διώχνουν με.
Ο κυπαρισσώνας έλειπε· δεν είχε πια ανάγκη να δουλεύη μυστικά ο Θεομίσητος και τον έκοψε. Πρόβαινε καταδώθε σα νοικοκύρης και σαν καταχτητής. Κι αν ήταν μόνον ο Θεομίσητος λίγο το κακό· μα τώρα ξεφυτρώσανε κι άλλοι. Το παράδειγμά του κέντησε την όρεξη όλης της γειτονιάς.
Εγώ, άφες που το ήξευρα και πριν, μα μου το είπε κ' ένα όνειρο προχθές. Θέλετε ν' ακούσετε; — Βέβαια, θέλουμε· είπαν όλοι μονόγνωμοι. — Είμαστε περίεργοι· επρόσθεσε ο Θεομίσητος χαμογελώντας. — Ακούσατε λοιπόν: Ο Κουρδουκέφαλος έρχεται και μου λέγει: ή τον παρά ή το σπίτι. — Ούτε παρά ούτε σπίτι· τ' απαντώ εγώ αξιοπρεπώς. — Θα σε πολεμήσω! μου λέγει. — Πολέμα! του λέγω.
Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότε — πού είσαι — δε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον... Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα. — Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια. — Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν