United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη. Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.

Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ' εγώ μιαν ημέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη θάλασσα. — Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;

Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του. — Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα. — Ας έμπη! Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος.

Έτσι γύριζε μέσα στην Πολιτεία, σκιάχτρο και σύχαμα, κάτω απ' την απονιά τουρανού και μες στην καταφρόνια των ανθρώπων η γρηάΔροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξητουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίουςούτε φωτιά να πυρωθή, ούτε ψυχή να την κυττάξη.

Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.

Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του. Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέριπαρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη.

Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους.

Υποψιάστηκε· ήθελε να ιδή τι γίνεται στο δικό του μετόχι. Σκέφτηκε να στείλη το δούλο μα δε βάσταγε. Ποιος ξέρει αν θα τούλεγε την αλήθεια ο δούλος; Σηκώθηκε στα νύχια, άρμοσε καλά το κιάλι και κύτταξε προσεχτικά. Θα τον βάλη στο φάλαγγα, θα τον καπνίση με άχερα, θα τον γδάρη με στουρναρόπετρα· θα τον χτίση ζωντανό στη μάντρα του. Δεν έμεινε απονιά που να μην ήρθε να χαροκοπήση την ψυχή του.

Καμμιά άλλη δεν απόχτησε ποτέ τα μούτζουνά σου· Τάχα οι αγγέλοι του ουρανού ομιάζουν τσ' αφεντιά σου; Μόνε αν έχεις ωμορφιά με κάλλη και με χάρι. Να μη τραβάς περήφανη παραπολύ καμάρι. Έχεμε στην αγάπη σου σα δούλον εδικό σου· Νου και καρδιά και γνώσι μου βαστάς στον ορισμό σου. Εσύ να δείχνης απονιά καθόλου δε σου πρέπει, Γιατί δε στέργει ο Έρωτας σκληρόκαρδαις να βλέπη.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».