Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·

Τροφή του ήσαν μόνη τα χόρτα κι' αι οπώραι και προς τα ύψη στρέφων καθ' εαυτόν ελάλει, κι' εφάνησαν εμπρός του της Ηδονής αι κόραι παγίδας να του στήσουν με τα γυμνά των κάλλη, και των σαρκών το σφρίγος πολύ τον εσκανδάλιζε κι' εκείνη τον εφίλει κι' αυτή τον εγαργάλιζε.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Τα δάκρυά Του δεν έμειναν απαρατήρητα, και ενώ τινες των Ιουδαίων έλεγον «Ίδε πώς αυτόν εφίλει», άλλοι εν αμφιβολία ηρώτων, «Δεν ηδύνατο ούτος ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού να σώση και τον φίλον Του από του θανάτουΔεν είχον ακούσει πως εις έν απώτερον χωρίον της Γαλιλαίας είχεν εγείρει τον νεκρόν· αλλ' εγνώριζον ότι εν Ιερουσαλήμ είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, και τούτο εφαίνετο αυτοίς όχι ολιγώτερον καταπλήσσον θαύμα.

Αν ήθελεν, από εκεί όπου εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.

Το τσιμπουκάκι του ήτο δι' αυτόν φίλος απαραίτητος, παρηγορία εις τας δυσθυμίας και μία έτι πρόσθετος ηδονή εις τας ευτυχείς περιστάσεις. Κ' εγώ δεν ειξεύρω τι θα έδιδε, διά να μη στερηθή του φίλου αυτού, του οποίου όταν εφίλει το από ήλεκτρον στόμα ελησμόνει όλα τα στόματα και αυτά τα αβρότερα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν