United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Καλλίτερα την ξερριζώνη την καρδιά του, παρά να την ακούση να του μιλήση πλιο για την Σμαραγδούλα για την πιο άσπλαχνη, την πιο σκληρή γυναίκα που εγνώρισε στη ζωή του.

Αν όμως επέμενεν αύτη εις την απόφασίν της, τότε η Εφταλουτρού από των παραινέσεων μεθίστατο εις τας λοιδορίας, — Κακή και διεστραμμένη! Άσπλαχνη και αγλύκαντη! Μην είσαι δα τόσον υπερήφανη. Η κακή σου γνώμη θα σε βλάψη. Πολύ γρήγορα το επήρες επάνω σου. Δεν είδα γυναίκα ανόητη σαν εσέ.

Κατά αλήθειαν εγώ πολλά θρηνώ ετούτους τους δυστυχείς· πόσον είναι άσπλαχνη η αδελφή μου Μερχάνη, η οποία την τέχνην που ηξεύρει, δεν την μεταχειρίζεται εις άλλο, παρά εις το να βλάπτη το γένος των ανθρώπων.

Φλόγα τότε έβαλε άσπλαχνη στα ξύλα να φουντώσουν, κι' αχ ξεφωνώντας έκραξε το λατρεμένο βλάμη «Τώρα άμε κάτου, αδέρφι μου, και πια θεός μαζί σου! τι κάθε τάμα πούταξα σου τόχω κανωμένα. 180 Να, δώδεκα αρχοντόπουλα μαζί σου των οχτρώνε τα τρων οι φλόγες όλα τους. Όμως τον Έχτορα όχι! δε θαν τον δώκω της φωτιάς, μον σκύλοι θαν τον φάνε183

Άμα έβλεπε κανένα σερνικό ν' αρπάζη του θηλυκού την τροφή, χυνότανε σα μπόρα στη μέση κι ο αδικητής άλλαζε δρόμο πριν δοκιμάση την άσπλαχνη μύτη του. Και συχνότερα, απλώνοντας ριπίδι το ένα του φτερό, έφερνε γύρα την αγαπημένη του, νταής παρασάνταλος και κούτσαβος των πουλιών μεθυσμένος.

Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.

Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• «ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα, 'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις• δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275 ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους• ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου• αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι, εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280

Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• «και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους• τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370