United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.

Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς.

Δεν επρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά.

Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς: — Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά!

Κι αφτοί γοργοί κι ακούραστοι, φτερωτοί κι ολόχαροι έτρεχαν ολοένα. Εμάχονταν οι φοβεροί αρματωλοί, κ' εχτυπιώνταν με τις φοβερές τους μπάλες αναμεταξύ τους, με φωνές και σφυριξιές κι αλαλητόν και τάραχο μεγάλο, οι τρανοί οι ήρωες, που ετίκλωναν τον κούφιον και βουβόν αγέρα της πηχτής χιονιάς.

Αχ, τα Μπουγάζια! Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε. — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρηάκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν. — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε.

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.

Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!... Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ' εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης, ακράτητος, φριχτός.