United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών οπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.

Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.

Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να μας είχεν αντίδικους.

Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα.

Αλλά απάνω στη φλόγα του πυρετού, ακατάπαυστα η επιθυμία, σαν μανιασμένο άλογο τον έσπρωχνε κατά τους πύργους τους καλοφτιαγμένους όπου βρισκότανε κλεισμένη η Βασίλισσα: άλογο και καβαλάρης τσακιζόντανε στους πέτρινους τοίχους. Άλογο και καβαλάρης σηκωνόντανε αμέσως και ξανάρχιζαν τον ίδιο καλπασμό.

Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.

Διαστρεμμένα, ερωτάρικα, ξετσίπωτα τα κορίτσα. Το αίμα το παλιό που μιαν εποχή έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σιδερένια σώματα, με τον καιρό κατάντησε να τα ρίχνη στην καταστροφή. Έτσι και το δυνατό κρασί άλλους μεθά κι αποκαρώνει κι άλλων ξυπνά τους πόθους και τη δράση. Η δύναμή τους κατάντησε αρρώστια τους.

Κάμε λοιπόν το θάμα σου· κάμε το, τι κάθεσαι; εβρυχόταν τρέμοντας ολόκορμος. Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω κ' ετρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου το κάμωμα παρά των στοιχείων τη λύσσα. Τόρα δεν ήταν έξω αλλά μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε τον Δρακόσπιλο να κριματίση, να κηρύξη πόλεμο στον δυνατόν προστάτη του ναυτόκοσμου.

Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών όπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.

Αν δοκίμαζε να το κάμη μόνο έτσι για να πειράξη το Σβεν, αυτός έβαζε τη φωνή: — Όχι, να μην ακούση, δεν κάνει νακούση. Κ' η μαμά έσπρωχνε τον μπαμπά, ώστε ο μικρός μπορούσε να της πη στο αυτί ό,τι ήθελε. Και τότε θριάμβευε ο Σβεν. — Βλέπεις, έλεγε. Δεν κάνει να το ακούσης. Κ' έπειτα έφευγε κρατώντας το χέρι της μαμάς και περιγελούσε τον μπαμπά.