United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα συλλογιούνταν όλ', αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάννα του τουφεκιού, θόλων' ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθή και να την αφήση να πάη ν' αποθάνη κοντά στον αγαπημένο της.

Πνεύμα έλεγα θεϊκό, κάποια δύναμις από το άπειρο σταλμένη, ερχόταν κ' έσερνεν όλες εκείνες τις ψυχές και τις εκρήμνιζε σκλάβες και άβουλες στα πέλαγα όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα. Αλλά το ίδιο πνεύμα έσπρωχνε κ' εμένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου να ειπής, στο νερό τα έκαμα.

Καταλαβαίνετε: έξω ήταν η γιαγιά που έσπρωχνε την πόρτα και την εμπόδιζε να φύγει. Τότε, μια φορά, πήγα εγώ στο Νούορο. Βρήκα το γαμπρό μου σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με την κόλαση: στο Μύλο. Του τα είπα όλα. Τότε εκείνος ζήτησε τρεις μέρες άδεια και ήρθε μαζί μου. Νοίκιασε ένα άλογο, επειδή κοστίζει λιγότερο από το αμάξι, και μ’ έβαλε στα καπούλια.

Όξω όλους τους ξερνούσε αφτούς με μουγκρητά σαν τάβρος, 237 κι' όρθιο το κύμα φοβερό στον Αχιλιά τριγύρω 240 έβραζε, κι' έπεφτε έσπρωχνε κατάσπιδα ουδέ μπόραε να βασταχτεί στα πόδια του.

Ένα χτύπημα στην εξώπορτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήγε να ανοίξει πιστεύοντας ότι ήταν οι αδελφές της ή ο ίδιος ο Τζατσίντο, που η παρουσία του δεν τη φόβιζε γιατί ήταν αρκετή για να διώξει τη μαγεία, αντίκρισε όμως τη θεια-Ποτόι και ξαναέκλεισε ενστικτωδώς την εξώπορτα για να την απομακρύνει. Η γριά έσπρωχνε κι εκείνη από έξω. «Θέλετε να με λιώσετε σαν αράχνη, ντόνα Νοέ!

Η ανοιξιάτικη αναστάτωσή της κάθε χρόνο δεν έπαυε με τον ερχομό του καλοκαιριού, αντίθετα κάθε μέρα και περισσότερο μια έντονη ανάγκη μοναξιάς την έσπρωχνε να κρύβεται για να παραδίνεται καλύτερα στο βάσανό της, όπως ένας άρρωστος που δεν ελπίζει πια να θεραπευθεί. Εκείνη την ημέρα ήταν μόνη.

Τότ' άμαξα έπιασαν και διο μες σ' ένα αμάξι αρχόντους, του Περκωσιώτη Μέροπα παιδιά, που προφητείες απ' όλους κάλια κάτεχε, μηδ' άφινε τους γιους του 330 στο θνητοφάγο πόλεμο να πάν' μα πού! ν' ακούσουν οι έρμοι που τους έσπρωχνε το μάβρο ριζικό τους. Αφτούς τότε ο κοσμάκουστος ακοντιστής Διομήδης ζωή κι' αντριά τους έκλεψε και πήρε τ' άρματά τους. 334

Πίσω δεν ήτο άλλος. Και όμως ησθάνθην βαρύ πάλιν ένα χέρι αόρατον, οπού μ' έσπρωχνε με βίαν να πέσω πάραυτα να γονατίσω. Και ακούωμου εφάνημέσα μου μια γλυκεία φωνίτσα, μια ψιλή-ψιλή φωνίτσα, σαν της Ξενιώς μου την μελωδική φωνή οπού μου έλεγε να πω: «Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου