United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας, πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας, 240 να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.

Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, αλλ' ήθελετην δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· καιτου μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240

Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει245

Κι' αφτός τους είπε στους θεούς να δεηθούνε, σ' όλους 240 με την αράδα· τι πολλές είχαν να πιούν φαρμάκια. Όμως σαν ήρθε στο λαμπρό τον πύργο του Πριάμου, φτιασμένο με διο λιακωτά καλοπελεκημένα

Και δώρο εγώ όμορφο θρονί χρυσό θα σου χαρίσω πάντα άλιωτο, που ο Ήφαιστος ο γιος μου θα του φτιάσει μ' ώρια στολίδια, και σκαμνί στη βάση θαν του βάλει 240 για ν' ακουμπάς τα παχουλά σαν ξεφαντώνεις πόδια

την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240 και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα, και σιμά της επλάγιασετου ποταμού το στόμα. το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους, κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα. και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245 την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα•την ώρα θα γεννήσης ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250 τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης• και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα». είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη. και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255 εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο. και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη, τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.

Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235 να 'βλεπα εδώτο σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοιτο δώμα, άλλοιτο γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κειτης αυλής την θύρα, την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240 και ορθόςτα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρητην έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».

Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. 240 Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης «Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω, πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα, π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει τι είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει περίσσα; 245 Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του

Μα ετούτο τα ραβδί που πια ποτές κλωνιά και φύλλα δε βγάζει μιας και κόπηκε απ' τον κορμό στο λόγγο, 235 μήτ' άθια, γιατί τούφαγε τη φλούδα και τα φύλλα τριγύρω ο κοφτερός χαλκός, και τώρα το κρατάνε στα χέρια οι δημογέροντες και στ' όνομα του Δία δικάζουν το λαό, κι' αφτόν βαρύ τον έχουν όρκο, ναι θάρθει μέρα οι Δαναοί ν' αποθυμήσουν όλοι 240 τον Αχιλέα· τότε εσύ και μ' όλο σου τον πόνο δε θα μπορείς, σ' το λέω, καμμιά βοήθια ναν τους δώκεις, σαν πέφτουνε απ' του Έχτορα το χέρι σκωτομένοι, και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει που ντρόπιασες το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι

Άρπαξε τ' όπλο ο βασιλιάς, και σα θεριό κοντά του τραβώντας, του το τίναξε όξω απ' το στέριο χέρι με βιά· και τον προβόδησε με μια σπαθιά στο σνίχι. 240 Έτσι έπεσε, κι' εκεί ύπνονε κοιμήθηκε χαλκένιο ξένους βοηθώντας, έρημος, αλάργα απ' τη νυφούλα, το τέρι που δε χάρηκε κι' είχε ακριβά πλερώσει βόδια πρώτα έδωκε εκατό, πολλά 'ταξε κατόπι, γίδια μαζί και πρόβατα που τούβοσκαν χιλιάδες. 245 Τότες εκεί τον γύμνωσε τ' Ατρέα ο γιος, και πήγε πίσω ν' αφίσει στο στρατό τα πλουμιστά άρματά του.