United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηταν χρεία πριν αντέσης Να το κάμης, να κερδέσης· Να αλλάζης όμως τώρα Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα, Τ' αποκρίθηκεν εκείνη, 1215 Τι ωφέλια δε σου δίνει· Α ρ κ ο ύ δ α, κ α ι Λ ι ο ν τ ά ρ ι. Αρκούδα από 'ναν λόγγο Μεγάλη, δυνατή, Να κυνηγήση βγαίνει, Στον κάμπο περπατεί. 1220 Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει·

Ήταν χρεία πριν αντέσης Να το κάμης, να κερδέσης· Να αλλάζης όμως τώρα Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα, Τ' αποκρίθηκεν εκείνη, Τι ωφέλια δε σου δίνει. Αρκούδα από 'ναν λόγγο Μεγάλη, δυνατή, Να κυνηγήση βγαίνει, Στον κάμπο περπατεί.

Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους».

Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.

— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ. — Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα; — Όχι. — Τότενες που τα ξέρς; — Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματα τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' έχετε φορτωμένα.

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

»Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξητο δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό, Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξητο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανόΕδώ επρωτώρθαμε... Μ' ακούς πατέρα;... Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.» «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη Και συ μ' εβάφτισες μεςτη φωτιά.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιος μου τον έχει φέρει; Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε· θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη

Μα ετούτο τα ραβδί που πια ποτές κλωνιά και φύλλα δε βγάζει μιας και κόπηκε απ' τον κορμό στο λόγγο, 235 μήτ' άθια, γιατί τούφαγε τη φλούδα και τα φύλλα τριγύρω ο κοφτερός χαλκός, και τώρα το κρατάνε στα χέρια οι δημογέροντες και στ' όνομα του Δία δικάζουν το λαό, κι' αφτόν βαρύ τον έχουν όρκο, ναι θάρθει μέρα οι Δαναοί ν' αποθυμήσουν όλοι 240 τον Αχιλέα· τότε εσύ και μ' όλο σου τον πόνο δε θα μπορείς, σ' το λέω, καμμιά βοήθια ναν τους δώκεις, σαν πέφτουνε απ' του Έχτορα το χέρι σκωτομένοι, και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει που ντρόπιασες το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι