United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν χρεία πριν αντέσης Να το κάμης, να κερδέσης· Να αλλάζης όμως τώρα Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα, Τ' αποκρίθηκεν εκείνη, Τι ωφέλια δε σου δίνει. Αρκούδα από 'ναν λόγγο Μεγάλη, δυνατή, Να κυνηγήση βγαίνει, Στον κάμπο περπατεί.

ΛΗΡ Την καρδιάν να μου ραγίσης θέλεις; ΚΕΝΤ Χίλιαις φοραίς καλλίτερα να σπάσω την 'δικήν μου! Έμβα, αυθέντα μου καλέ. ΛΗΡ Εσύ πολύ το έχεις η τρικυμία η φρικτή αυτή να μας μουσκεύη. Και έχεις δίκαιον, εσύ. Αλλ' όμως, όπου είναι πόνος μεγάλοςτης καρδιάς τα βάθη ριζωμένος, ο πόνος ο μικρότερος εντύπωσιν δεν κάμνει . Αν 'δής αρκούδα, θα κρυφθής.

Η Ηχώ, η τόσον φλύαρος δεν κατεδέχθη να αποκριθή εις τους βρυχηθμούς του διότι εντρέπετο να φανή μιμουμένη τόσον κακόφωνον και γελοίον άσμα. Έφερε δε ο αξιέραστος εκείνος εις τας αγκάλας του, ως παιγνιδάκι μίαν μικράν αρκούδα, η οποία του ωμοίαζε κατά τα πολλά μαλλιά. Δύναται λοιπόν να μη σε φθονήση κανείς, Γαλάτεια, διά τοιούτον εραστήν;

Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του. Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον Χίλωνα: — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον ακόμη.

Έτερον μέρος του πεδίου της μάχης. ΜΑΚΒΕΘ Πώς να τους φύγω; Μ' έδεσαν επάνωτο παλούκι 'σάν την αρκούδα! Τα σκυλιά λοιπόν ας πολεμήσω! Ποιος από σπλάγχνα γυναικός δεν είναι γεννημένος; Μόνον αυτόν θα φοβηθώ! Άλλον κανένα όχι! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ποιος είσαι συ; ΜΑΚΒΕΘ Αν σου το 'πώ, τρομάρα θα σε πιάση! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ποτέ! Κι' αν έχης όνομα φρικτότερον ακόμη απ' όσα κι' αν ακούωνταιτον Άδην.

Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.

Μα πώς να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; χέρια είνε, δεν είνε ατσαλοσίδερο! Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη ευρισκόταν. Και την ώρα που άπλωναν στην πρύμη, στην πλώρη έφτανε.

Και κρυμμένος παρίσταται εις συνέντευξιν της Λεβρέτας μετά του υποδεκανέως, όστις με την προσήκουσαν αγανάκτησιν την ερωτά αν είνε αληθές ότι πανδρεύεται με κάποιον Πασχαλάκην, «που τον έχομεν στο λόχο και καθαρίζει την... Καλλιόπη». — Τον Πασχαλάκη! απαντά η φιλάρεσκος. Εκείνη την αρκούδα! Χα! χα! χα!