United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθόμαστε· από πάνω μας ο θόλος του ουρανού άπλωνε τη γαλήνη του στη θάλασσα όλη πέρα· Μάης ήταν, και το πέρασμα σύννεφου μηδέ αχνού δε θόλωνε τον ξάστερο πρωινό γλαυκόν αιθέρα. Το αέρι μόλις άγγιζε το ολόστρωτο νερό, μόλις των πεύκων γύρω μας τ' ακρόκλωνα κινούσε κι ο ήλιος, δίνοντας, χρυσά στο βραδινόν αφρό και στ' αρμηρίκια του γιαλού ροδόκρινα σκορπούσε

Και τριγυρνάνε το σφαχτό βαστώντας τα κριθάρια, 410 ενώ άρχιζε τ' Ατρέα ο γιος παράκληση να κάνει «Ω Δία μαβροσύγνεφε μεγάλε δοξασμένε, που στα ουράνια κάθεσαι, αχ βόηθα να μην πέσει ο ήλιος, και να μη χυθεί της νύχτας το σκοτάδι, πριχού το πλούσιο αρχοντικό γκρεμίσω του Πριάμου 415 και κάψω μ' άσπλαχνη φωτιά τις πόρτες, και πριν κάνω κομάτια απάνου στο κορμί του γιου του τα τσαπράζα, κουρελιασμένα απ' το χαλκό· και γύρω του στρωμένοι πολλοί συντρόφοι πίστομα στο αίμα ας κολυμπάνε

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης. — Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε. — Μας βλέπουν;

Η Κλυταιμνήστρα έχει ήδη φονευθή και φαίνεται ημίγυμνος επί τινος κλίνης• οι δε θεράποντες όλοι, κατάπληκτοι διά τα γενόμενα, φαίνονται άλλοι μεν ότι κραυγάζουν, άλλοι δε ότι παρατηρούν γύρω διά να εύρουν μέρος να φύγουν.

Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.

Η εκπαίδευση είναι κάτι θαυμαστό, όμως καλόν είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι τίποτε που αξίζει τη γνώση δεν μπορεί να διδαχθή. Από τις μισοανοιγμένες κουρτίνες του παραθυριού βλέπω το φεγγάρι σαν ένα κομμένο κομμάτι ασήμι. Σαν χρυσωμένα μελίσσια σωρεύονται γύρω του ταστέρια. Ο ουρανός είν' ένας σκληρός κοίλος σάπφειρος. Πάμ' έξω στη νυχτιά.

Τα μάτια της ήταν μισοανοιγμένα, τα μαλλιά της τυλιγμένα γύρω της σε στριφτό σγουρό χρυσάφι κι από τα χείλη και τα μάγουλά της δεν είχε χαθή ακόμα το άνθισμα της κορασένιας νιότης.

Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Πφ!.. έκαμε τέλος με πολλή περιφρόνηση· τι τούτη τι άλλη ; Από σένα άρχισε το χαντάκωμα των Ευμορφόπουλων το χαντάκωμα... Και δεν ξαναμίλησε. Ο Δημητράκης ως τόσο βάλθηκε τώρα να καλλιεργήση την αυλή του. Σήκωσε πρώτα ψηλόν όχτο γύρω να την αποκλείση από τάλλα χτήματα. Ο Αρχαιολόγος σαν είδε τον όχτο ξίνισε τα μούτρα του.