United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Μπαίνωτο χάνι, Κλείσαμε » Ταις θύραις με λιθάρια. » Είμασθ' εκατόν είκοσι. » — Παιδιά!, τους λέγω, πέρα » Κυτάτε, Τούρκοι έρχονται » Πολλοί, αυτή τη 'μέρα «'Στο χώμα θα τους στρώσωμε » Νεκρ' άψυχα κουφάρια! »

Μπαίνω σε κάθε τζαμί, που ήταν πρώτα εκκλησιά! Τι δροσιά που είναι μέσα και τι θύμησες αλάλητες. Μπαίνω και σε τζαμιά που έχτισαν, με βυζαντινό πάντα σχέδιο, οι Τούρκοι. Αντί ψηφιδωτά, έχουν συχνά χρωματιστές πλάκες στους τοίχους, με κλαδιά, φύλλα και λουλούδια, άσπρα και μαβιά και πράσινα. Τα παράθυρα έχουν κάποτε γιαλιά χρωματιστά, όμορφα, με σχέδια απλά ή λουλούδια.

Μον πάλι αν είν' αβόλευτο, και το 'χε το γραφτό μου, Να χωριστώ στα ζώντα μου το φίλον το δικό μου. Μηδέ μπορεί να γένη αλλιώς, παρά να το φτουρήσω. Από τ' εσέν' που λαχταρώ, πλιο χέρι να τραβήσω. Λιθάρι βάνω στην καρδιά, στα σωθικά μου πέτρα, Και παίρω την απόφασι, και μπαίνω σ' άλλα μέτρα. Αντίς να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ, Τον κόσμο αρνιούμ' ολότελα, και τη ζωή στην άκρη.

Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»

« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτωτη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω

Με τι άλλο πλοίο μπορούσα να μπαίνω στην Πόλη, για να νοιώσω τελειότερα το ταπείνωμά μου; Στην πρώρη είναι ο δικέφαλος αητός, ο ρωσικός· το πλοίο είναι φορτωμένο Ρώσους στρατιώτες και πεζοναύτες Ρώσους που γυρίζουν, φαίνεται, από την Ιαπωνία στην Οδέσσα. Τα χώματα αυτά και τα δέντρα της Θράκης θέλουν να τα βιάσουν σλαυικοί τράγοι, και τα λερώνουν οι αβάσταχτοι πόθοι τους.

Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ. Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι! Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο.

Έπειτα, έχομε το πανηγύρι του χωρίου. . . θα ετοιμάσω και για τότε άλλη πάλιν φορεσιά και θα την κεντήσω με τέτοια σχέδια που όμοια έως τώρα δεν εφόρεσεν άλλη. Υπάρχει κανένα λουλούδι και κανένα στολίδι που δεν είμαι άξια να το κεντήσω ή να το υφάνωτον εργαλειό; Θα μπαίνωτον εργαλειό, όποτε επιθυμήσω καινούργιο φόρεμα, και η πρώτη του χωρίου θα είμαι πάντα, εγώ!

Κι άρχιζε πάλε τα γέλοια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνη, προσκαλούσε τους διαβάτες ναγοράσουνε πωρικά. Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ' αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είνε μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του.

Μένει, λέει, κ' η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφίνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τάχει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και νακούσω τη διαθήκη του γέρου. Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κ' η γριά του μαλλοσερνότανε.