United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Ποσειδός αρχίζει και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια 445 «Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του; : Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω, μα δίχως δώρα και σφαχτά και των θεών να δώσουν. 450 Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος, του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος

Και το μονοπάτι, εγώ δεν το ’φτιαξα κι αυτόΤο μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος. Ήταν ένα έργο υπομονής, γερό που θύμιζε εκείνα των αρχαίων προγόνων που έχτισαν τα νουράγκε.

Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο. Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια.

Κι ως τόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγεινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχη και προβάλη εχτρός. Και τι εχτρός!

Κι' όταν ακόμα μήτε αβγή, μον μισασπρίζει η νύχτα τότες τριγύρω στη φωτιά συνάχτηκαν νομάτοι των Αχαιώνε διαλεχτοίκαι γύρω της μνημούρι 435 έφτιασαν ένα αχώριστο για όλουςαπ' τον κάμπο γυρνώντας· κι' έχτισαν κοντά καστρότειχο με πύργους έτσι αψηλούς, διαφέντεμα δικό τους και των πλοίων. Και με πορτιά τους βόλεψαν, μαστορικά δεμένα, για νάχει μέσα απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο.

Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;