United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου

Έτσι είπε, και την άκουσε ο κεραβνοτινάχτης, και λέει εφτύς της Αθηνάς δυο φτερωμένα λόγια «Πήγαινε κάτου στο στρατό δίχως στιγμή να χάσεις, 70 κι' έτσι να κάνεις π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκηΈτσι είπε, και ξαπόστειλε την Αθηνά στα πλήθη, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε, κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε, τα κορφοβούνια κάτου.

Τότες στην Ήρα τη θεά με περικάλια κι' όρκους φώναξε κι' είπε ο Σκάμαντρος διο φτερωμένα λόγια «Ήρα, τι τώρα βάρθηκε τα κύματά μου ο γιος σου να βασανίσει; Όμως εγώ δε φταίω, θεά μου, τόσο, 370 όσο όλοι οι άλλοι φταιν θεοί πούναι βοηθοί των Τρώων. Μα τώρα να! λουφάζω εγώ, αν είναι αφτό ορισμός σου, κι' ας σταματήσει πια κι' αφτός.

Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένιακαι με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Και να! τον είδε 200 πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του. Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού!

Κι' οι άλλοι αθρώποι και θεοί κοιμούντανε όλη νύχτα, μα ο Δίας δεν τη χαίρουνταν του ύπνου τη γλυκάδα, Μον μες στο νου του ανάδεβε το πώς στον Αχιλέα δόξα να δώκει, και πολλούς να σφάξει στα καράβια. Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· 5 να στείλει τον Ψεφτόνειρο στον Αγαμέμνο κάτου. Και κράζοντας τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κάνε, Ψεφτόνειρε, να πάς στ' Αργίτικα καράβια.